Την εξομοίωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο προβλέπει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Αποφαίνεται, συγκεκριμένα, ότι η διαφορετική μεταχείριση των φύλων ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία βάσει του ελληνικού συστήματος πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.
Την εξομοίωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο προβλέπει απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Συγκεκριμένα, αποφαίνεται ότι η διαφορετική μεταχείριση των φύλων ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία βάσει του ελληνικού συστήματος πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.
«Είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η απόφαση είναι εκτελεστή και δεν σηκώνει δεύτερη κουβέντα», δήλωσε χθες σε τηλεοπτικούς σταθμούς ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιάννης Παπαθανασίου.
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας μπροστά στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
στην Αθήνα έχει προγραμματίσει για τις 13:30 η ΑΔΕΔΥ.
Ο πρόεδρος των εργαζομένων στα Ασφαλιστικά Ταμεία, Γ. Κουτρουμάνης, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση δήλωσε ότι η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της απόφασης. Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:
«Οι κανόνες της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας προβλέπουν για τις γυναίκες, ιδίως τις μητέρες, ευνοϊκότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις ισχύουσες για τους άνδρες, χωρίς να αποκαθιστούν τα προβλήματα που αυτές ενδέχεται να συναντήσουν κατά την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Η Συνθήκη EΚ απαγορεύει κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων όσον αφορά την αμοιβή, ασχέτως των ρυθμίσεων από τις οποίες απορρέει η ανισότητα αυτή.
Η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι οι διατάξεις του ελληνικού κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων , που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία, παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή φρονεί ότι το εν λόγω σύστημα προβλέπει λιγότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των ανδρών σε σχέση με εκείνη των γυναικών.
Η Ελλάδα δεν αμφισβήτησε τη διαφορετική μεταχείριση, αλλά υποστήριξε ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ως εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, αλλά σε αυτό της οδηγίας 79/7 . Εν πάση περιπτώσει, η διαφορετική αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται στον αντίστοιχο κοινωνικό ρόλο των ανδρών και των γυναικών και συνιστούσε μέτρο το οποίο αντιστάθμιζε τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες λόγω της παραμονής τους στην αγορά εργασίας για συντομότερο χρόνο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας. Ως «αμοιβή» νοούνται οι αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας. Η έννοια της αμοιβής δεν περιλαμβάνει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο, αλλά τις παροχές που χορηγούνται βάσει ενός συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο, κατά τα ουσιώδη, αποτελεί συνάρτηση της θέσεως την οποία κατείχε ο ενδιαφερόμενος.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι μεταξύ των κριτηρίων που έχει δεχθεί με τη νομολογία του, για τον χαρακτηρισμό ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η σχέση εργασίας (το γεγονός ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του), ενώ ο τρόπος χρηματοδοτήσεως και διαχειρίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν συνιστά αποφασιστικό στοιχείο.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η χορηγούμενη βάσει του ελληνικού κώδικα σύνταξη πληροί, κατ’ ουσίαν, τα τρία κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό της ως αμοιβής κατά την έννοια της Συνθήκης:
• η σύνταξη καταβάλλεται σε μια ευρεία και διαφοροποιημένη ως προς τη σύνθεση ομάδα εργαζομένων η οποία –μολονότι απαρτίζεται από ετερόκλητες κατηγορίες εργαζομένων, με εντελώς διαφορετικά είδη καθηκόντων και εντελώς διαφορετικά είδη σχέσεων εργασίας– διακρίνεται λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει η σχέση εργασίας με το κράτος ή με άλλους εργοδότες του δημοσίου τομέα,
• η σύνταξη υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος και τέλος,
• η σύνταξη υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο καθορισμός προϋποθέσεων περί ηλικίας και κανόνων περί ελάχιστης προαπαιτούμενης υπηρεσίας διαφορετικών, αναλόγως του φύλου, για τη χορήγηση συντάξεων με βάση σχέση εργασίας σε ευρισκόμενους σε απολύτως όμοιες ή παρόμοιες καταστάσεις εργαζομένους, αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
Η αρχή αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία. Εξάλλου, για να μην έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, οι εθνικές ρυθμίσεις πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να βελτιώνουν την ικανότητα των γυναικών να ανταγωνίζονται τους άνδρες στην αγορά εργασίας και να ακολουθούν σταδιοδρομία υπό συνθήκες ισότητας με αυτούς.
Εντούτοις, κατά το Δικαστήριο, οι διατάξεις του ελληνικού κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων δεν αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στη σταδιοδρομία τους οι γυναίκες πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, βοηθώντας τις γυναίκες αυτές στην επαγγελματική τους ζωή».