Δεν βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν τα κρατικά κεφάλαια που έλαβαν στο πλαίσιο του προγράμματος TARP πολλές αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες δεν επιθυμούν να συμμορφωθούν με τους περιορισμούς που επιβάλλουν στη λειτουργία τους τόσο οι εποπτικές αρχές όσο και το επενδυτικό κοινό.
Δεν βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν τα κρατικά κεφάλαια που έλαβαν στο πλαίσιο του προγράμματος TARP πολλές αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες δεν επιθυμούν να συμμορφωθούν με τους περιορισμούς που επιβάλλουν στη λειτουργία τους τόσο οι εποπτικές αρχές όσο και το επενδυτικό κοινό.
Στην πρώτη φάση του TARP, οι τράπεζες που συμπεριλήφθηκαν στο πακέτο κρατικών ενισχύσεων αντιμετωπίστηκαν θετικά από το επενδυτικό κοινό, καθώς η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα αποκλείσει τους πιο «αδύναμους κρίκους». Έκτοτε, πολλά έχουν αλλάξει –με κυριότερο το δημόσιο ενδιαφέρον για τις αποφάσεις που λαμβάνουν σε επίπεδο αμοιβών, δαπανών και εξαγορών.
«Διασωθείσες» τράπεζες όπως οι Goldman Sachs Group Inc, Morgan Stanley και Bank of America Corp έχουν ήδη δείξει την ανυπομονησία τους να αποπληρώσουν τα κρατικά δάνεια –κίνηση η οποία ενδέχεται να προσκρούσει στις εποπτικές αρχές σε περίπτωση που την κρίνουν πρόωρη και θεωρήσουν ότι θα λειτουργήσει εις βάρος της εξομάλυνσης στην αγορά πιστώσεων.
Το ζήτημα που απασχολεί τους κρατικούς αξιωματούχους είναι η αντιμετώπιση που θα έχουν από το επενδυτικό κοινό οι τράπεζες που δεν θα αποπληρώσουν άμεσα τα κονδύλια ενίσχυσης του TARP, τη στιγμή που πολλοί ανταγωνιστές τους θα έχουν επιστρέψει τα «χρωστούμενα» στο κράτος.
Για το λόγο αυτό, το υπουργείο Οικονομικών σκέφτεται να δημοσιοποιήσει εντός του μήνα τα αποτελέσματα των «τεστ αντοχής» στα οποία υποβλήθηκαν οι 19 μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ. Οι εποπτικές αρχές δήλωσαν ότι θα περιμένουν τα αποτελέσματα του τεστ για να αποφασίσουν ποιες τράπεζες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τη διεθνή κρίση χωρίς τη συνδρομή του κράτους, προτού επιτρέψουν την αποπληρωμή των υφιστάμενων ομοσπονδιακών κεφαλαίων.