Από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, χαρακτηρίζεται ο κλάδος των χυμών και των αναψυκτικών, καθώς ελέγχεται από ελάχιστες, μεγάλου μεγέθους εταιρείες, όπως προκύπτει από την κλαδική μελέτη που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, χαρακτηρίζεται ο κλάδος των χυμών και των αναψυκτικών, καθώς ελέγχεται από ελάχιστες, μεγάλου μεγέθους εταιρείες, όπως προκύπτει από την κλαδική μελέτη που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Οι εν λόγω προμηθευτές διαθέτουν επώνυμα προϊόντα (ευρέως αναγνωρίσιμα από το καταναλωτικό κοινό), τα οποία υποστηρίζουν με ποικίλες μεθόδους προώθησης και διαθέτουν σε όλη την ελληνική αγορά, μέσω οργανωμένου δικτύου διανομής.
Ο έντονος ανταγωνισμός που επικρατεί στον εξεταζόμενο κλάδο ωθεί τις εταιρείες στην διάθεση υψηλών κονδυλίων για διαφημιστική προβολή, στην υλοποίηση επιπλέον ενεργειών προώθησης, όπως οι ποσοτικές προσφορές και εκπτώσεις που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή, καθώς και στην παροχή κινήτρων προς τους λιανεμπόρους για την καλύτερη δυνατή τοποθέτηση των προϊόντων τους στα σημεία λιανικής πώλησης.
Ειδικότερα, όσον αφορά στην αγορά των αναψυκτικών, ο υφιστάμενος ανταγωνισμός οξύνεται περαιτέρω λόγω των πιέσεων που δέχεται η συνολική εγχώρια κατανάλωση, από τις τάσεις προς υγιεινότερους τρόπους διατροφής, στοιχείο που ευνοεί τους χυμούς και τα εμφιαλωμένα νερά. Παράλληλα, η διάθεση στην αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ – μάρκετ, εντείνει περαιτέρω τον ανταγωνισμό, καθώς τα εν λόγω προϊόντα έχουν χαμηλότερη τιμή από τα «επώνυμα» και προτιμώνται από μέρος των καταναλωτών.
Επιπλέον του ανταγωνισμού και των τάσεων για υγιεινή διατροφή, η πορεία του εξεταζόμενου κλάδου εξαρτάται άμεσα και από τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν κυρίως μεταξύ των μηνών Απριλίου και Οκτωβρίου. Κατά τη διάρκεια των μηνών αυτών πραγματοποιούνται οι υψηλότερες πωλήσεις χυμών και αναψυκτικών, γεγονός το οποίο αποδίδεται και στην αύξηση της τουριστικής κίνησης.
Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς χυμών εμφάνισε ανοδική πορεία την περίοδο 1998-2007, με μόνη εξαίρεση το 2006, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 2%. Το μεγαλύτερο μερίδιο (38,4%) στην κατανάλωση χυμών για το 2007 κατέλαβε η κατηγορία των 100% φυσικών χυμών μακράς διαρκείας και ακολουθούν με μικρότερα μερίδια οι υπόλοιπες κατηγορίες.
Όσον αφορά στα αναψυκτικά, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν οτι το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αναψυκτικών εμφάνισε διακυμάνσεις κατά το χρονικό διάστημα 1998-2007. Το 2007 η αγορά αυξήθηκε κατά 5% περίπου σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Εκτιμάται ότι η κατηγορία αναψυκτικών τύπου cola απέσπασε μερίδιο 57,4% το 2007 και ακολούθησαν οι πορτοκαλάδες με 17,4%, οι γκαζόζες με 9%, τα mixers με 6,1%, οι λεμονάδες με 5,6% και η κατηγορία ισοτονικά-αθλητικά-λοιπά με 4,5%.
Τέλος, σύμφωνα με την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού (βάσει δείγματος 17 εταιρειών), οι πωλήσεις των παραγωγικών επιχειρήσεων χυμών αναψυκτικών του 2006 (€797 εκ.) αυξήθηκαν κατά 7,3% σε σχέση με το 2005, ενώ τα κέρδη προ φόρου εισοδήματος διαμορφώθηκαν σε €145,6 εκ. Όσον αφορά την κερδοφορία, το περιθώριο EBITDA κυμάνθηκε στο 12,5% για το 2006 και η αποδοτικότητα ίδιων κεφαλαίων στο 6,5%. Λόγω της μεγάλης χρονικής διαφοράς μεταξύ είσπραξης απαιτήσεων (80 ημέρες) και πληρωμής προμηθευτών (55 ημέρες), είναι απαραίτητη η ύπαρξη του ανάλογου κεφαλαίου κίνησης.