Οικονομία & Αγορές
Κυριακή, 19 Απριλίου 2009 07:14

Οι «ηγεμόνες» της παγκόσμιας οικονομίας

Μίσιγκαν - Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (και σε μικρότερο βαθμό η Παγκόσμια Τράπεζα) θυμίζει σήμερα την περιγραφή του Ταλλεϋράνδου για τους Βουρβόνους ηγεμόνες στη Γαλλία: δεν έχει μάθει τίποτα και δεν έχει ξεχάσει τίποτα. Σε μία περίοδο κατά την οποία οι πλούσιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, βλέπουν τα ελλείμματά τους να εκτινάσσονται στο 12% του ΑΕΠ εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ΔΝΤ ζητεί από χώρες όπως η Λετονία και η Ουκρανία, οι οποίες δεν πυροδότησαν την κρίση, αλλά στράφηκαν στο διεθνή οργανισμό για να την αντιμετωπίσουν, να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό τους, εάν θέλουν να λάβουν βοήθεια.

Η υποκρισία αυτή θα προκαλούσε γέλιο εάν οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες δεν ήταν τόσο ζοφερές, ώστε ακόμη και χώρες, που είχαν ορκιστεί να μην χτυπήσουν ποτέ ξανά την πόρτα του ΔΝΤ, αναγκάζονται τώρα να ζητήσουν χείρα βοηθείας. Ορισμένοι κορυφαίοι οικονομολόγοι στην Αργεντινή δικαιολογούν τη μεταστροφή αυτή υποστηρίζοντας ότι η παγκόσμια οικονομία έχει τώρα ένα «ΔΝΤ του Ομπάμα», έναν δηλαδή πιο φιλικό και πιο εξοικειωμένο με τα τοπικά προβλήματα οργανισμό από το «ΔΝΤ του Μπους». Όπως όμως αποκαλύπτουν τα προγράμματα του ΔΝΤ για τη Λετονία και την Ουκρανία, η βασική διαφορά μάλλον περιορίζεται στο χαμόγελο.

Λήψη μέτρων

Ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, επισήμανε πρόσφατα την ανάγκη για μία «παγκόσμια απάντηση» στην ύφεση προτείνοντας τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων. Θα σταματήσει δηλαδή τώρα το Ταμείο να δίνει έμφαση στις περικοπές των κρατικών δαπανών και στη λιτότητα- σε μία πολιτική δηλαδή, που σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους κάνει περισσότερο κακό παρά καλό; Είναι με λίγα λόγια το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα διατεθειμένα να επανεξετάσουν τις αποτυχημένες πολιτικές τους;

Τα τελευταία χρόνια η παροχή δανείων και από τους δύο οργανισμούς έχει μειωθεί δραματικά, παρόλο που εξελίσσονται σε αποκλειστικούς πιστωτές των φτωχότερων οικονομιών του πλανήτη. Το 2005 η Αργεντινή και η Βραζιλία έγιναν οι πρώτες από τις χώρες που είχαν στο παρελθόν αποκηρύξει τη νέο-φιλελεύθερη ατζέντα του ΔΝΤ, που άρχισαν να αποπληρώνουν τα δάνειά τους. Ακολούθησαν αποπληρωμές από άλλες χώρες με μεγάλα χρέη, όπως η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες, η Σερβία και η Τουρκία.

Πράγματι, οι πιστώσεις του ΔΝΤ προς μεσαίου εισοδήματος αναπτυσσόμενες χώρες υποχώρησαν 91% από το 2002 έως το 2007, καθώς οι πιο πλούσιες αναπτυσσόμενες χώρες απέκτησαν πρόσβαση σε άλλες πηγές χρηματοδότησης. Οι φτωχότερες χώρες όμως, για τις οποίες οι διεθνείς αγορές κεφαλαίου παραμένουν κλειστές, δεν έχουν άλλη εναλλακτική από το να στραφούν στην Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ.

Το Σεπτέμβριο του 2007, όταν ακόμη είχαμε τα πρώτα συμπτώματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο Στρος Καν παραδέχθηκε ότι το ΔΝΤ αντιμετωπίζει «κρίση ταυτότητας». Η ραγδαία πτώση της παροχής δανείων μέσω του λογαριασμού γενικών πόρων (GRA), η κύρια πηγή εσόδων του ΔΝΤ, ανάγκασε το Ταμείο να ανακοινώσει ένα σχέδιο περικοπής κόστους ύψους 100 εκατ. δολαρίων τον Απρίλιο του 2008. Αντίστοιχες πιέσεις επηρέασαν την Παγκόσμια Τράπεζα, της οποίας η βασική πηγή εσόδων, δηλαδή η παροχή δανείων μέσω της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, ήταν μειωμένη κατά 40% το 2007 σε σχέση με τα επίπεδα του 1999.

Προβλήματα και λύσεις

Tα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας όμως έδωσαν τη λύση σε εκείνα των διεθνών οργανισμών. Από το περασμένο φθινόπωρο, όταν η κρίση επεκτάθηκε διεθνώς, η μία μετά την άλλη οι δοκιμαζόμενες χώρες χτυπούν την πόρτα του ΔΝΤ. Από τις 5 Νοεμβρίου του 2008 έως τις 12 Ιανουαρίου του 2009 το Ταμείο διέθεσε σχεδόν 50 δισ. δολάρια σε επτά χώρες (Ουγγαρία, Ουκρανία, Ισλανδία, Πακιστάν, Λετονία, Σερβία και Λευκορωσία). Η Παγκόσμια Τράπεζα επίσης πρόσφατα «αναστήθηκε» σε χώρες όπως το Εκουαδόρ, η Βολιβία και το Περού, με τα δάνεια προς κράτη της Λατινικής Αμερικής να ανέρχονται σε 3 τρις. Δολάρια- τέσσερις φορές υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι.

Δυστυχώς η τρέχουσα κατάσταση των χωρών αυτών και η αυξημένη τους ανάγκη για χρηματοδότηση δεν «συγκινεί» το ΔΝΤ. Για τον οργανισμό η παροχή δανείων είναι μία ψυχρή συναλλαγή. Ας εξετάσουμε την πρόσφατη ενδιάμεση συμφωνία με τη Λετονία. Στους όρους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων μείωση της τάξης του 25% στους μισθούς του δημόσιου τομέα, αντίστοιχη μείωση στις κρατικές δαπάνες και τεράστια αύξηση της φορολογίας.

Η κυβέρνηση της Ουκρανίας κλήθηκε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της με δραστικές περικοπές στις συντάξεις. Μόνο όταν οι συνθήκες επιδεινώθηκαν δραματικά για τη χώρα, το ΔΝΤ συμφώνησε να χαλαρώσει τους όρους. Στην περίπτωση της Λετονίας, ωστόσο, το ΔΝΤ εξακολουθεί να απαιτεί λιτότητα, την ώρα που η οικονομία βυθίζεται σε ολοένα και πιο επώδυνη ύφεση και η ανεργία καλπάζει- μία κατάσταση που έχει πυροδοτήσει αναταραχές και πολιτική αστάθεια. Τα δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας προϋποθέτουν επίσης «δημοσιονομική πειθαρχία».

Η επιμονή σε τέτοιου είδους πολιτικές, σε μία περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ και ο υπόλοιπος πλούσιος κόσμος ακολουθούν την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη να εξετάσουμε τι πραγματικά συμβάλλει στην ανάπτυξη. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι, όπως οι νομπελίστες Τζόζεφ Στίγκλιτς και Πολ Κρούγκμαν, έχουν παρουσιάσει μία σειρά από εναλλακτικές ιδέες στον τομέα αυτό, τις οποίες το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα θα πρέπει να λάβουν υπόψη.

Η Ουάσιγκτον

Επί χρόνια, ελεγχόμενοι από την Ουάσιγκτον, οι δύο αυτοί οργανισμοί λειτουργούσαν ως συμπλήρωμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι προοπτικές για πραγματική μεταρρύθμιση είναι περιορισμένες δεδομένης της κεντρικής παρουσίας των Λάρι Σάμερς και Τίμοθι Γκάιτνερ στην κυβέρνηση Ομπάμα. Ο Σάμερς ήταν εκ των βασικών αρχιτεκτόνων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομίας επί διακυβέρνησης Κλίντον, ενώ ο Γκάιτνερ είναι πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ.

Και οι δύο πιθανότατα θα στηρίξουν την πολιτική των δύο μέτρων και σταθμών, η οποία επιτρέπει στις πλούσιες χώρες να χρησιμοποιούν τη δημοσιονομική επέκταση για την αντιμετώπιση της ύφεσης, ενώ αναγκάζει τις φτωχότερες σε ακόμη πιο αυστηρή λιτότητα. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση Ομπάμα μπορεί να βοηθήσει- ζητώντας για παράδειγμα από την Φέντεραλ Ριζέρβ να επεκτείνει και σε άλλες αναπτυσσόμενες τις συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων, που πρόσφατα πρότεινε στη Σιγκαπούρη, τη Νότιο Κορέα και τη Βραζιλία. Με αυτόν τον τρόπο οι φτωχοί του πλανήτη θα μπορέσουν τουλάχιστον να αποφύγουν τους επαχθείς όρους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.

[ΤΩΝ HOWARD STEIN ΚΑΙ CLAUDIA KEDAR*]

* Ο Χάουαρντ Στάιν είναι καθηγητής του Κέντρου Αφροαμερικανικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Η Claudia Kedar είναι συνεργάτιδα του Κέντρου Λατινοαμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Copyright: Project Syndicate, 2009.