Αυτό που υποστηρίζει η νεοκλασική οικονομική θεωρία είναι ότι οι αγορές βρίσκονται σε διαρκή διαδικασία «διόρθωσης». Κεντρική ιδέα της εν λόγω θεωρίας είναι ότι εφόσον οι μισθοί και οι τιμές εμφανίζουν πλήρη ελαστικότητα και οι πόροι χρησιμοποιούνται πλήρως, τότε, σε περίπτωση κλονισμού του συστήματος, οι μισθοί και οι τιμές θα προσαρμοστούν άμεσα στις νέες συνθήκες.
Του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι*
Αυτό που υποστηρίζει η νεοκλασική οικονομική θεωρία είναι ότι οι αγορές βρίσκονται σε διαρκή διαδικασία «διόρθωσης». Κεντρική ιδέα της εν λόγω θεωρίας είναι ότι εφόσον οι μισθοί και οι τιμές εμφανίζουν πλήρη ελαστικότητα και οι πόροι χρησιμοποιούνται πλήρως, τότε, σε περίπτωση κλονισμού του συστήματος, οι μισθοί και οι τιμές θα προσαρμοστούν άμεσα στις νέες συνθήκες.
Για να έχει, όμως, το σύστημα δυνατότητα άμεσης και καθολικής προσαρμογής στα νέα δεδομένα, θα πρέπει οι φορείς της οικονομίας να διαθέτουν άριστη πληροφόρηση σχετικά με το μέλλον –ισχυρισμός προφανώς άτοπος. ΠαρΆ όλα αυτά, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι φορείς της οικονομίας διαθέτουν όση πληροφόρηση χρειάζεται για να έχει η θεωρία τους μια ικανοποιητική δόση αληθοφάνειας.
Η πλευρά της θεωρίας που έχει εφαρμογή ειδικά στις χρηματοοικονομικές αγορές –γνωστή ως «θεωρία των αποτελεσματικών αγορών»– θα έπρεπε να είχε τιναχθεί στον αέρα μετά την χρηματοοικονομική κατάρρευση του τελευταίου φθινοπώρου. Πολύ αμφιβάλλω, όμως, εάν έγινε κάτι τέτοιο. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς είχε υποδείξει την πλάνη της συγκεκριμένης θεωρίας. Όταν το σύστημα αρχίζει να κλονίζεται, οι φορείς [της αγοράς] δεν ξέρουν τι θα συμβεί μετά. Αντιμέτωποι με αυτή την αβεβαιότητα, δεν αναπροσαρμόζουν τις δαπάνες τους και, αντΆ αυτού, τις περικόβουν μέχρις ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο, οδηγώντας την οικονομία σε κατάσταση πανικού.
Ωστόσο, δεν είναι τα μέτρα προσαρμογής στους κραδασμούς της οικονομίας, αλλά οι ίδιοι οι κραδασμοί που διαδίδονται στο σύνολο του συστήματος. Το αναπόφευκτο έλλειμμα πληροφόρησης παρακωλύει όλους τους μηχανισμούς ομαλής προσαρμογής –δηλαδή τους ελαστικούς μισθούς και τα ελαστικά επιτόκια, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η νεοκλασική οικονομική θεωρία.
Μια οικονομία που κλονίζεται δεν συνεχίζει την ανοδική της πορεία, αλλά ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι που έχει τρυπήσει. ΓιΆ αυτό ο Κέινς έδωσε ανέθεσε στις κυβερνήσεις δύο έργα: να φουσκώνουν την οικονομία αμέσως μόλις αρχίζει να ξεφουσκώνει και να ελαχιστοποιούν εξΆ αρχής τις πιθανότητες σοβαρών κραδασμών.
Σήμερα φαίνεται πως το πρώτο δίδαγμα έχει γίνει κατανοητό: τα διάφορα πακέτα διάσωσης και κινήτρων έχουν τονώσει αρκετά τις παραπαίουσες οικονομίες ώστε να μας δημιουργούνται βάσιμες ελπίδες ότι τα χειρότερα της ύφεσης έχουν περάσει. Εάν κρίνουμε, όμως, από τις τελευταίες προτάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μεταρρύθμιση του χρηματοοικονομικού συστήματος, φαίνεται πως κάθε το δεύτερο δίδαγμα κάθε άλλο παρά το έχουμε εμπεδώσει.
Υπάρχουν, ομολογουμένως, και καλά στοιχεία στις προτάσεις αυτές. Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, για παράδειγμα, προτείνει οι χορηγοί ενυπόθηκων δανείων να διατηρούν «ουσιώδες» οικονομικό συμφέρον στα δάνεια που εκταμιεύουν, σε αντίθεση με την σημερινή πρακτική της τιτλοποίησής τους. Με αυτό τον τρόπο θα μειωνόταν, συν τοις άλλοις, και ο ρόλος των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Δεν διευκρινίζεται, όμως, το ποσοστό του δανείου που θα έπρεπε να τηρούν ή το κατάλληλο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, τα επίσημα αυτά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης δεν προβλέπουν περιορισμό των δανείων έως κάποιο πολλαπλάσιο του εισοδήματος των δανειστών ή έως κάποιο ποσοστό της αξίας του ακινήτου που αγοράζεται. Γιατί κάτι τέτοιο φοβούνται ότι μπορεί να ανακόψει την ανάκαμψη. Θα ήταν προτιμότερη, όμως, τόσο σε επίπεδο ανάκαμψης όσο και μεταρρύθμισης η δέσμευση για επιβολή ανάλογων περιορισμών σε ορίζοντα (ας υποθέσουμε) δύο ετών.
Αυτό που απογοητεύει περισσότερο είναι ότι οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις μεταρρυθμίσεις απέρριψαν επίσημα την πρόταση Glass-Steagall για τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού κλάδου. Εάν εφαρμοζόταν η εν λόγω πρόταση, θα είχε χαραχτεί εκ νέου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λιανική και την επενδυτική τραπεζική, η οποία σβήστηκε από το κύμα απορρύθμισης των δεκαετιών 1980-90.
Η λογική που κρύβεται πίσω από αυτό το διαχωρισμό ήταν απολύτως ξεκάθαρη: οι τράπεζες των οποίων οι καταθέσεις εξασφαλίζονται από τους φορολογούμενους δεν επιτρέπεται να κερδοσκοπήσουν με τα χρήματα των καταθετών τους. Οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις τάσσονται, αντΆ αυτού, υπέρ ενός συνδυασμού υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις δανείστριες τράπεζες και προχρηματοδότησης των εξασφαλίσεων των καταθέσεων με έναν ειδικό φόρο που θα επιβάλλεται στις τράπεζες.
Οι προτάσεις φανερώνουν απροθυμία τροποποίησης των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας με τρόπο αντίστροφο –την κατασκευή, δηλαδή, «κεφαλαιακών οχυρών» για τις καλές μέρες, τα οποία θα καταρρίπτονται τους χαλεπούς καιρούς.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο για καμία πρόταση να βάλει φρένο στη «ριψοκίνδυνη» τραπεζική, ιδίως υπό συνθήκες ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων στην παγκόσμια οικονομία. Όπως επισημαίνεται συχνά, εάν το ρυθμιστικό πλαίσιο του τραπεζικού τομέα δεν ταυτίζεται στις διάφορες χώρες, δημιουργούνται άφθονες ευκαιρίες για «ρυθμιστικό αρμπιτράζ». Αντιστοίχως, οι τράπεζες έχουν κίνητρο να «παίξουν» με τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας χειραγωγώντας τον τρόπο καθορισμού της σχέσης κεφαλαίων και στοιχείων ενεργητικού. Πράγματι, επενδυτικές τράπεζες όπως η Goldman Sachs και η Barclays Capital επενδύουν ήδη σε νέους τύπους τίτλων με στόχο να μειώσουν το κόστος κεφαλαίου που συνεπάγεται η διακράτηση στοιχείων ενεργητικού υψηλού κινδύνου.
Το πρόβλημα που κρύβεται πίσω από αυτό, ωστόσο, είναι ότι τόσο οι ρυθμιστικές αρχές όσο και οι τραπεζίτες εξακολουθούν να στηρίζονται σε μαθηματικά μοντέλα που υπόσχονται περισσότερα απΆ όσα μπορούν να καταφέρουν σε επίπεδο διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων. Παρότι οι ρυθμιστικές αρχές στηρίζουν πλέον τις ελπίδες τους στα «μακρο-συνετά» μοντέλα για τη διαχείριση του συστημικού κινδύνου –αντί να αφήνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διαχειρίζονται μόνα τους τους κινδύνους– και οι δύο πλευρές εξακολουθούν να βασίζονται στην αβάσιμη πεποίθηση ότι όλοι οι κίνδυνοι είναι μετρήσιμοι (και ως τούτου ελέγξιμοι), παραβλέποντας την κρίσιμη διάκριση του Κέινς μεταξύ «κινδύνου» και «αβεβαιότητας».
Η σωτηρία δεν βρίσκεται στην καλύτερη «διαχείριση κινδύνων» από τις ρυθμιστικές αρχές ή τις τράπεζες αλλά, όπως πίστευε ο Κέινς, στη λήψη επαρκών μέτρων για πρόληψη της αβεβαιότητας. Εάν οι πολιτικές και τα ιδρύματα που τις εφαρμόζουν ακολουθούσαν αυτή τη λογική, υποστήριζε ο Κέινς, οι κίνδυνοι θα εξουδετερώνονταν μόνοι τους. Οι μεταρρυθμιστές των υπουργείων οικονομικών αποφεύγουν να εξετάσουν τις προεκτάσεις της ουσιαστικής αυτής διορατικότητας.
*Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι μέλος της Βουλής των Λόρδων, επίτιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Γουόργουϊκ, συγγραφέας της βιογραφίας του οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς, στην οποία απονεμήθηκε βραβείο, και μέλος του συμβουλίου της Σχολής Πολιτικών Επιστημών της Μόσχας.
Copyright: Project Syndicate, 2009.