Βαρύ είναι το τίμημα της βοήθειας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που άνοιξε την αγκαλιά του στη λαβωμένη Ισλανδία μετά την κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Η νησιωτική χώρα που τόσο περηφανευόταν για την ανεξαρτησία της αναζητά σήμερα τρόπους να αποπληρώσει τους πιστωτές της χωρίς να χάσει την περηφάνια της.
Βαρύ είναι το τίμημα της βοήθειας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που άνοιξε την αγκαλιά του στη λαβωμένη Ισλανδία μετά την κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Η νησιωτική χώρα που τόσο περηφανευόταν για την ανεξαρτησία της αναζητά σήμερα τρόπους να αποπληρώσει τους πιστωτές της χωρίς να χάσει την περηφάνια της.
Το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ισλανδία είναι ότι, από τη μία πλευρά, καλείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της διεθνούς χρηματοοικονομικής κοινότητας και, από την άλλη, πρέπει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των αγανακτισμένων της πολιτών –ο μοναδικός λαός που έριξε την κυβέρνηση εξαιτίας της διεθνούς κρίσης.
«Είναι πολύ οδυνηρό να επιβάλεις λιτότητα και το κόστος είναι μεγάλο», δήλωσε ο Σάιμον Τζόνσον, πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ που διδάσκει στο MIT. Πολλοί Ισλανδοί, ωστόσο, κατηγορούν το ΔΝΤ και σε αυτή την περίπτωση δεν έχουν δίκιο. «Η Ισλανδία είναι μια πλούσια χώρα που λειτουργεί απερίσκεπτα με αποτέλεσμα να συμβάλει στην απορύθμιση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος», τονίζει ο Τζόνσον.
Την επόμενη εβδομάδα τίθεται προς ψήφιση στη βουλή της χώρας η πρόταση για αποπληρωμή του δανείου 5,7 δισ. δολαρίων της Βρετανίας και της Ολλανδίας που χρησιμοποίησε η Ισλανδία για να αποζημιώσει τους ξένους καταθέτες έναντι των ζημιών τους από τις ισλανδικές τράπεζες.
Οι επικριτές της πρότασης, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα διογκώσει το χρέος της Ισλανδίας στο 200% του ΑΕΠ της, γεγονός που θα την κάνει μία από τις πλέον υπερχρεωμένες χώρες του πλανήτη και θα οδηγήσει σταδιακά στη χρεοκοπία της.