Σημαντικά συμπεράσματα για τον κλάδο των Ξηρών Καρπών στον οποίο δραστηριοποιούνται περίπου 200 επιχειρήσεις, προκύπτουν από την τελευταία έκδοση της κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Σημαντικά συμπεράσματα για τον κλάδο των Ξηρών Καρπών στον οποίο δραστηριοποιούνται περίπου 200 επιχειρήσεις, προκύπτουν από την τελευταία έκδοση της κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group:
Ο κλάδος των ξηρών καρπών αποτελείται από δύο ευρύτερους τομείς: ο πρώτος αφορά στην πρωτογενή παραγωγή με την οποία ασχολούνται αγροτικές μονάδες και συνεταιρισμοί και ο δεύτερος τομέας περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη μεταποίηση και επεξεργασία, οι οποίες προμηθεύονται τους ξηρούς καρπούς από την εγχώρια πρωτογενή παραγωγή ή/και από το εξωτερικό, ανάλογα με το είδος του καρπού, τη χρονιά (σοδειά) και την τιμή του εκάστοτε προϊόντος, όπως αυτή διαμορφώνεται στη διεθνή αγορά ξηρών καρπών.
Η πλειοψηφία των εταιρειών του τομέα ασχολείται, πέρα από τη διανομή, και με την επεξεργασία των εξεταζόμενων προϊόντων (αποφλοίωση, πλύσιμο, λεύκανση, ψήσιμο κλπ). Το μεγαλύτερο μέρος της εισαγωγής και επεξεργασίας ξηρών καρπών καλύπτεται από ένα σχετικά μικρό αριθμό εταιρειών μεγάλου μεγέθους.
Η ζήτηση επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους, βασικότερη εκ των οποίων είναι η εποχικότητα. Έχει παρατηρηθεί ότι η κατανάλωση αυξάνεται ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο (και λόγω των εορτών), ενώ περιορίζεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Δεδομένου ότι, οι ξηροί καρποί δεν αποτελούν βασικό είδος διατροφής η κατανάλωσή τους εμφανίζει σχετικά υψηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή, σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Η ζήτηση των ξηρών καρπών συνδέεται και με την κατανάλωση άλλων ειδών διατροφής. Συγκεκριμένα, οι βιομηχανίες και βιοτεχνίες που ασχολούνται με την παραγωγή παγωτού, κρουασάν, σοκολάτας, δημητριακών κλπ., είναι από τους κυριότερους πελάτες του κλάδου. Σημαντικός, επίσης, παράγοντας ζήτησης είναι οι διατροφικές συνήθειες και οι σχετικές τάσεις που επικρατούν κατά καιρούς («υγιεινή διατροφή», λιγότερες θερμίδες κλπ.).
Η εγχώρια κατανάλωση ξηρών καρπών ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1994-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,0%. Το 2008 η κατανάλωση σημείωσε αύξηση 0,5% σε σχέση με το 2007.
Η αμυγδαλόψυχα κάλυψε το 20,1% της συνολικής κατανάλωσης ξηρών καρπών στη χώρα μας το 2008 και ακολούθησαν τα αράπικα φιστίκια με 15,3%. Τα κελυφωτά φιστίκια (Αιγίνης) συμμετείχαν με 12,2% στην κατανάλωση για το ίδιο έτος, ενώ τη μεγαλύτερη συμμετοχή (35,7%) συγκέντρωσε η κατηγορία των λοιπών ξηρών καρπών (cashews, στραγάλια, «tiger» κλπ.).
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός 26 επιχειρήσεων του κλάδου, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2006 και 2007.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των εισαγωγικών επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκε κατά 1,3% το 2007 σε σχέση με το 2006, αντίθετα το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε μείωση 11,5% την ίδια περίοδο.
Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν οριακά 0,9% το 2007 σε σχέση με το 2006.
Αντίστοιχα, αυξήθηκε το μικτό περιθώριο (κατά 9,8%), ενώ το καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη προ φόρου) των εταιρειών του δείγματος μειώθηκε κατά 88,6% λόγω των αρκετά μειωμένων λοιπών λειτουργικών εσόδων και των αυξημένων χρηματοοικονομικών δαπανών.
Τόσο η γενική όσο και η άμεση ρευστότητα παρουσίασαν μικρή επιδείνωση το 2007. Ο δείκτης αποδοτικότητας του ιδίου κεφαλαίου διαμορφώθηκε σε 0,88% το 2007 από 6,82% το 2006. Ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης επιδεινώθηκε το 2007 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ επιδείνωση παρουσίασε η κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων.