Πλοία που εκκρίνουν μια γλοιώδη ουσία από τη γάστρα τους και μειώνουν την κατανάλωση καυσίμου κατά 20% κατασκεύασαν Αμερικανοί επιστήμονες. Το γλοιώδες αυτό υλικό δημιουργεί μια ζελατινώδη μεμβράνη που στη συνέχεια αποκολλάται παρασύροντας μαζί και όλες τις θαλάσσιες μορφές ζωής που συσσωρεύονται στη γάστρα του πλοίου με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας.
Πλοία που «εκκρίνουν» μια γλοιώδη ουσία από τη γάστρα τους και μειώνουν την κατανάλωση καυσίμου κατά 20% κατασκεύασαν Αμερικανοί επιστήμονες. Το γλοιώδες αυτό υλικό δημιουργεί μια ζελατινώδη μεμβράνη που στη συνέχεια αποκολλάται παρασύροντας μαζί και όλες τις θαλάσσιες μορφές ζωής που συσσωρεύονται στη γάστρα του πλοίου με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας.
Η πρωτοποριακή αυτή ιδέα, η οποία εξετάζεται από τον Ραούλ Γκανγκούλι του Teledyne Scientific in Thousand Oaks στην Καλιφόρνια και τους συνεργάτες του, χρηματοδοτείται από το Υπουργείο ¶μυνας των ΗΠΑ.
Η προσκόλληση θαλάσσιων ειδών στα τοιχώματα του πλοίου αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τους ιδιοκτήτες πλοίων, διότι πρέπει να αποσύρουν το στόλο τους για καθαρισμό κάθε δύο χρόνια. Τα πράγματα, μάλιστα, έχουν επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο μετά την περσινή απαγόρευση ειδικών βαφών με βάση την τριβουτυλτίνη που εμποδίζουν την προσκόλληση οργανισμών τη γάστρα, καθώς θεωρήθηκαν τοξικές για τη θαλάσσια ζωή.
Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκονται οι μικροοργανισμοί, όπως τα βακτήρια και η άλγη, στα οποία βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν μεγαλύτερα φυτά, οστρακοειδή και άλλοι παρασιτικοί θαλάσσιοι οργανισμοί. Πηγή έμπνευσης του Γκανγκούλι ήταν το δέρμα του μαυροδέλφινου (Globicephala melas).
Μετά από δοκιμές σε δεξαμενόπλοια μέσα σε θαλασσινό νερό διαπιστώθηκε ότι έπειτα από 11 ημέρες, ο αριθμός των αποικιών Pseudomonas carrageenovora που είχαν αναπτυχθεί στη γάστρα είχαν συρρικνωθεί κατά 100 φορές. Η ομάδα απέδειξε, επίσης, ότι μπορεί να ελέγξει τη συχνότητα με την οποία θα «αλλάζει δέρμα» το πλοίο, προκειμένου να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους οργανισμούς που προσκολλώνται σε αυτό.
Πηγή: NewScientist