Η εγχώρια ζήτηση για συσσωρευτές οχημάτων (επιβατικά αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγά και μοτοσικλέτες) καλύπτεται σχεδόν στο σύνολό της από εισαγόμενα προϊόντα, όπως προκύπτει από την τελευταία έκδοση της σχετικής Κλαδικής Μελέτης, η οποία εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Η εγχώρια ζήτηση για συσσωρευτές οχημάτων (επιβατικά αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγά και μοτοσικλέτες) καλύπτεται σχεδόν στο σύνολό της από εισαγόμενα προϊόντα, όπως προκύπτει από την τελευταία έκδοση της σχετικής Κλαδικής Μελέτης, η οποία εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group:
Ο αριθμός των επιχειρήσεων, οι οποίες ασχολούνται με την παραγωγή συσσωρευτών στη χώρα μας έχει μειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στον ανταγωνισμό από εισαγόμενα προϊόντα, αλλά και στην έλλειψη εγχώριων πρώτων υλών, στοιχείο το οποίο αυξάνει το κόστος παραγωγής των εγχώριων προϊόντων. Κατά συνέπεια, πολλές παραγωγικές εταιρίες στράφηκαν τα τελευταία χρόνια στις εισαγωγές ή απλά στο εμπόριο συσσωρευτών, ενώ άλλες οδηγήθηκαν σε διακοπή των εργασιών τους.
Βασικό χαρακτηριστικό του εισαγωγικού τομέα είναι η ανομοιογένεια, η οποία παρατηρείται στο μέγεθος των επιχειρήσεων, καθώς και στο βαθμό δραστηριοποίησής τους στο εξεταζόμενο προϊόν (εκφραζόμενος σαν ποσοστό το οποίο καταλαμβάνουν οι συσσωρευτές στο συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών). Ειδικότερα, στον εξεταζόμενο κλάδο λειτουργούν μεγάλες εισαγωγικές εταιρίες, οι οποίες ειδικεύονται στους συσσωρευτές, αλλά και εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο ανταλλακτικών οχημάτων. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, στον κλάδο λειτουργούν περίπου 250 επιχειρήσεις, οι οποίες ασχολούνται με την εισαγωγή και το εμπόριο συσσωρευτών. Στην ελληνική αγορά διατίθενται περίπου 70 εμπορικά σήματα από εγχώριους και ξένους παραγωγούς, στα οποία περιλαμβάνονται και αρκετά σήματα ιδιωτικής ετικέτας «private labels».
Ο κυριότερος παράγοντας, ο οποίος καθορίζει τη ζήτηση για τα εξεταζόμενα προϊόντα είναι η εξέλιξη και σύνθεση του στόλου των κυκλοφορούντων οχημάτων. Την περίοδο 1996-2008, ο συνολικός στόλος των κυκλοφορούντων οχημάτων στη χώρα μας αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 6,1%, ανερχόμενος κατά το τέλος του 2008 σε 7.729 χιλ. οχήματα (δεν περιλαμβάνονται τα μοτοποδήλατα). Το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού στόλου οχημάτων (64,5% για το 2008) καλύπτεται από τα ιδιωτικής χρήσης επιβατικά αυτοκίνητα και ακολουθούν οι ιδιωτικής χρήσης μοτοσικλέτες (17,8%).
Η ζήτηση για τα συγκεκριμένα προϊόντα έχει σε μεγάλο βαθμό εποχικό χαρακτήρα, καθώς οι συσσωρευτές αντικαθίστανται συνήθως κατά τους φθινοπωρινούς μήνες και στις αρχές του χειμώνα, παρουσιάζει δε χαμηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή. Όμως, η αξία του προϊόντος σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των κατόχων οχημάτων, κατευθύνει τη ζήτηση μεταξύ συσσωρευτών, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές κλίμακες τιμών.
Η εγχώρια κατανάλωση συσσωρευτών παρουσίασε ανοδική τάση την περίοδο 1996-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,7%. Ειδικότερα, το 2008 η αγορά συσσωρευτών αυξήθηκε κατά 4,1% σε σύγκριση με το 2007.
Οι συσσωρευτές για επιβατικά αυτοκίνητα κάλυψαν το 70% περίπου της εγχώριας αγοράς το 2008 - διάγραμμα (β).
Πέρα από την ανάλυση της αγοράς, στη συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιείται και χρηματοοικονομική ανάλυση επιχειρήσεων παραγωγής και εισαγωγής συσσωρευτών, με τη χρήση αριθμοδεικτών. Όπως προέκυψε από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 10 εταιρειών, το σύνολο του ενεργητικού τους παρουσίασε αύξηση 13,01% το 2007 σε σχέση με το 2006, η οποία προήλθε κυρίως από την αύξηση των απαιτήσεων και αποθεμάτων. Αντίστοιχα, το σύνολο των ίδιων κεφαλαίων σημείωσε αύξηση κατά 34,25% έναντι του 2006. Οι συνολικές πωλήσεις των 10 εταιρειών του δείγματος αυξήθηκαν κατά 27,72% το 2007 σε σχέση με το 2006. Ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης βελτιώθηκε το 2007 σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2006: 5,50:1, 2007: 4,47:1). Ο μέσος όρος προθεσμίας είσπραξης των απαιτήσεων βελτιώθηκε (161 ημέρες το 2006, 131 ημέρες το 2007). Αντίθετα, ο μέσος όρος προθεσμίας εξόφλησης των προμηθευτών και πιστωτών επιδεινώθηκε από 143 ημέρες το 2006 σε 97 ημέρες το 2007.