Οι κλιματικές αλλαγές, η εξάντληση της ηλεκτρικής ενέργειας και οι ανησυχίες για την εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια θέτουν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας για τις οποίες τόσο καυχάται η Βρετανία.
Η κρίση εμπιστοσύνης στο φιλελευθερισμό του laissez-faire δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του χρηματοοικονομικού κλάδου: ανάλογες ανησυχίες εκφράζονται και στον κλάδο ενέργειας. Οι κλιματικές αλλαγές, η εξάντληση της ηλεκτρικής ενέργειας και οι ανησυχίες για την εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια θέτουν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας για τις οποίες τόσο καυχάται η Βρετανία.
Τα τελευταία στοιχεία που συντάραξαν τον βρετανικό κλάδο ενέργειας προέρχονται από την έκθεση της Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (CCC) που δημοσιεύτηκε στις 12 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με την επιτροπή, η οποία έχει διοριστεί σύμβουλος της κυβέρνησης για την επίτευξη των στόχων μείωσης του CO2, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά, καθώς ο μέσος όρος μείωσης των ρύπων δεν ξεπερνά το 1% –παρά τη «θετική» συμβολή της διεθνούς ύφεσης.
Στις προτάσεις της CCC περιλαμβάνεται η επιβολή ανώτατων ορίων εκπομπών στα αυτοκίνητα, ειδικά τιμολόγια για τους παραγωγούς πράσινης ενέργειας και ελάχιστη τιμή άνθρακα για ενίσχυση των σταθμών πυρηνικής ενέργειας και «καθαρού» άνθρακα.
Σύμφωνα με την επιτροπή, υπάρχουν διάφοροι λόγοι που θέτουν την προσέγγιση της ελεύθερης αγοράς υπό αμφισβήτηση. Ένας από αυτούς είναι οι κλιματικές αλλαγές. Οι ρύποι από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορέσουν να περιοριστούν μόνο με ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την κατασκευή εργοστασίων δέσμευσης άνθρακα και την κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων, υποστηρίζει η CCC.
Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Παρά την παροχή επιδοτήσεων από το κράτος ύψους 872 εκατ. λιρών το οικονομικό έτος Μάρτιος 2007-Μάρτιος 2008, η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας στη Βρετανία εξακολουθεί να είναι πολύ μικρότερη ως ποσοστό του συνόλου στη Βρετανία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Όσο και αν αναγνωρίζουν την ανάγκη μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης στον κλάδο της ενέργειας, οι πολιτικοί προτιμούν την απελευθερωμένη αγορά. Στα χαμηλά επίπεδα τιμών διεκδικούν τα εύσημα, ενώ όταν οι τιμές ανεβαίνουν ρίχνουν εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη στους ενεργειακούς κολοσσούς. Επιπλέον, το πολιτικό κόστος από την αύξηση των επιβαρύνσεων των πολιτών για την κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων, για παράδειγμα, είναι μεγάλο και κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να το αναλάβει.
Πηγή: Economist