Οι αγορές εργασίας της Ε.Ε. επλήγησαν έντονα από την κρίση παρουσιάζοντας όμως μεγαλύτερη από το αναμενόμενο ανθεκτικότητα, σύμφωνα με την έκθεση «Η απασχόληση στην Ευρώπη». Οι πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα θα αλλάξουν σημαντική τις δομές απασχόλησης.
Η σημερινή κρίση πλήττει τις αγορές εργασίας της ΕΕ, ανατρέποντας ένα πολύ μεγάλο μέρος της μεγέθυνσης που είχε επιτευχθεί από το 2000 και μετά, σύμφωνα με την έκθεση «Η απασχόληση στην Ευρώπη» που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Οι άνδρες, οι νέοι, τα άτομα με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης και οι εργαζόμενοι με προσωρινές συμβάσεις εργασίας δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από την ύφεση της απασχόλησης.
Απώλεια τεσσάρων εκατ. θέσεων εργασίας
Η απασχόληση στην ΕΕ μειώθηκε κατά τέσσερα εκατομμύρια θέσεις εργασίας, από την αρχή της κρίσης, παρά το γεγονός ότι οι επιπτώσεις περιορίστηκαν σχετικά, λόγω της χρήσης ρυθμίσεων μειωμένου χρόνου εργασίας και άλλων συστημάτων.
Όμως, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Ε.Ε., αυτά τα βραχυπρόθεσμα είναι μεν σημαντικά, αλλά δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί η επιτυχής έξοδος από την κρίση. Οι πολιτικές απασχόλησης πρέπει να εστιάσουν στην προετοιμασία για τη μετάβαση στην οικονομία με μειωμένες εκπομπές άνθρακα.
Με την πρόκληση αυτή κατά νου, η 21η έκθεση για την απασχόληση στην Ευρώπη εμβαθύνει σε δύο καίρια θέματα για τη μελλοντική πολιτική της ΕΕ για την αγορά εργασίας: τις μετακινήσεις από, προς και ανάμεσα σε θέσεις εργασίας και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγορά εργασίας.
Οι αγορές εργασίας της ΕΕ είναι πιο δυναμικές απ’ ότι συχνά πιστεύεται, όμως η μακροχρόνια ανεργία εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή
Οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας παρουσίασαν μια σημαντική δυναμική τα τελευταία χρόνια, αφού κάθε χρόνο το 25% των ευρωπαίων εργαζομένων αλλάζουν θέσεις εργασίας. Αυτή η δυναμική δεν περιορίζεται σε χώρες που θεωρούνται «ευέλικτες», όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Δανία, αλλά αφορά όλες τις χώρες της ΕΕ, παρότι τα ποσοστά διαφέρουν, κυμαινόμενα από 14% των εργαζομένων στην Ελλάδα και 16% στη Σουηδία σε άνω του 25% στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Φινλανδία, την Ισπανία και τη Δανία. Αυτό δείχνει να αποτελεί μέρος μιας σταθερότερης αύξησης στην ΕΕ, από τα τέλη της δεκαετίας του '90 και μετά, των μετακινήσεων από την αεργία και την ανεργία στην απασχόληση, υποδηλώνοντας μια θεμελιώδη διαρθρωτική βελτίωση των αγορών μας εργασίας.
Ωστόσο, από αυτή τη θετική τάση δεν επωφελήθηκαν εξίσου όλοι οι εργαζόμενοι. Παρότι ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων μειώθηκε από τη δεκαετία του '90 και μετά, το πρόβλημα αυτό εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή πρόκληση. Τα τελευταία χρόνια, περίπου το 45% όλων των ανέργων στην ΕΕ παρέμεινε στην κατάσταση αυτή για περισσότερο από ένα χρόνο, σε σύγκριση με το 10% περίπου στις ΗΠΑ. Η αντιμετώπιση αυτού του θέματος έχει γίνει ακόμη πιο επιτακτική μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Οι πολιτικές που αποσκοπούν στην υποστήριξη της μετακίνησης των εργαζομένων στην απασχόληση, σε εναρμόνιση με τις αρχές της ευελιξίας με ασφάλεια, είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τη μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας και τη διατήρηση της απασχολησιμότητας.
Οι πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα θα αλλάξουν σημαντικά τις δομές απασχόλησης στην ΕΕ
Η κίνηση της ΕΕ προς μια ανταγωνιστική οικονομία με μείωση των εκπομπών άνθρακα θα αποτελέσει σημαντική κινητήριο δύναμη όσον αφορά την αγορά εργασίας. Παρότι η συνολική, καθαρή επίδραση στη δημιουργία θέσεων εργασίας δεν θα είναι πολύ μεγάλη – αφού η δημιουργία νέων «πράσινων» θέσεων εργασίας και το «πρασίνισμα» υφιστάμενων θέσεων εργασίας θα αντισταθμιστούν εν μέρει από την απώλεια υφιστάμενων θέσεων εργασίας – οι υποκείμενες διαρθρωτικές αλλαγές θα απαιτήσουν την αναδιάταξη εργαζομένων ανάμεσα στους οικονομικούς τομείς και τα είδη δεξιοτήτων.
Επομένως, η κλιματική αλλαγή και τα συναφή πολιτικά μέτρα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη μελλοντική ζήτηση για δεξιότητες. Οι νέες ειδικότητες που απαιτούνται από την οικονομία με μειωμένες εκπομπές άνθρακα, τουλάχιστον αρχικά, θα ευνοήσουν τους εργαζομένους με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης . Ωστόσο όμως, με την εμπορική προώθηση νέων τεχνολογιών, οι εργαζόμενοι με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης θα μπορέσουν επίσης να καλύψουν νέες θέσεις εργασίας, με την προϋπόθεση ότι θα λάβουν κατάλληλη κατάρτιση. Επομένως, η εστίαση της πολιτικής στις δεξιότητες – για τη διευκόλυνση της μετακίνησης σε νέες θέσεις εργασίας και τον περιορισμό της δημιουργίας κενών δεξιοτήτων και ελλείψεων – από κοινού με τον επαρκή κοινωνικό διάλογο, είναι τα κύρια συστατικά που απαιτούνται για να διευκολυνθεί η μετάβαση στην οικονομία με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.
Η έκθεση για την απασχόληση στην Ευρώπη αποτελεί τη βάση για την κοινή έκθεση για την απασχόληση (ΚΕΑ), για την οποία η Επιτροπή θα υποβάλει την πρότασή της στις 9 Δεκεμβρίου. Η ΚΕΑ αποτελεί μια ανάλυση και απολογισμό όσον αφορά την απασχόληση στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για τη μεγέθυνση και τις θέσεις εργασίας.
Ο κ. Vladim ír Špidla, επίτροπος απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και ισότητας των ευκαιριών δήλωσε: «Η έκθεση δείχνει πόσο σημαντικό είναι να συνδυάσουμε τη βραχυπρόθεσμη απάντησή μας στην κρίση με τις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι σημαντικές για να εξέλθουν η οικονομία και οι αγορές εργασίας της ΕΕ από τη σημερινή ύφεση σωστά προετοιμασμένες για μελλοντικές προκλήσεις, ιδίως για τη μετάβαση στην οικονομία με μειωμένες εκπομπές άνθρακα».