Αύξηση παρουσίασαν οι συνολικές πωλήσεις των αλυσίδων καταστημάτων υποδημάτων την τελευταία τριετία (2006-2008), όπως προκύπτει από τη σχετική κλαδική μελέτη, η οποία κυκλοφόρησε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP.
Αύξηση παρουσίασαν οι συνολικές πωλήσεις των αλυσίδων καταστημάτων υποδημάτων την τελευταία τριετία (2006-2008), όπως προκύπτει από τη σχετική κλαδική μελέτη, η οποία κυκλοφόρησε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group:
Η άνοδος των πωλήσεών τους αποδίδεται στην ανάπτυξη των δικτύων καταστημάτων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, αλλά και στη διαφήμιση – προβολή που πραγματοποιείται από αυτές. Η γεωγραφική εξάπλωση των εξεταζόμενων αλυσίδων έχει ξεπεράσει σε πολλές περιπτώσεις τα όρια των δύο μεγαλύτερων αστικών κέντρων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) και πραγματοποιείται πλέον σε αρκετές πόλεις της περιφέρειας.
Αρκετές από τις παραγωγικές και εισαγωγικές (κυρίως) επιχειρήσεις του κλάδου της υποδηματοποιίας έχουν αναπτύξει τα δικά τους δίκτυα λιανικής, ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο αποτελεσματικότερα τη διάθεση των προϊόντων τους στην αγορά. Η ανάπτυξη των δικτύων γίνεται μέσω εταιρικών ή και μέσω καταστημάτων που λειτουργούν με τη μέθοδο της δικαιόχρησης (franchising).
Σημαντική εξέλιξη στον κλάδο της λιανικής πώλησης υποδημάτων είναι η ανάπτυξη των πολυκαταστημάτων τα οποία διαθέτουν υποδήματα. Στα συγκεκριμένα καταστήματα βρίσκονται σημεία πώλησης διαφόρων εμπορικών σημάτων (shop-in-shop), τα οποία είτε ανήκουν στις εταιρείες που εκμεταλλεύονται τα εν λόγω εμπορικά σήματα, είτε ανήκουν στα πολυκαταστήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις η δημιουργία σημείων πώλησης εντός πολυκαταστημάτων είναι οικονομικά πιο συμφέρουσα από την ίδρυση ενός αυτόνομου καταστήματος σε κάποια εμπορική περιοχή. Η διαμόρφωση και η διακόσμηση του χώρου, αλλά και η εξυπηρέτηση των πελατών γίνεται με τα ίδια πρότυπα και την ίδια φιλοσοφία που ακολουθούνται και στα υπόλοιπα σημεία πώλησης της αλυσίδας. Επιπλέον, τα πολυκαταστήματα συγκεντρώνουν μεγαλύτερο αριθμό καταναλωτών (υψηλή επισκεψιμότητα) από ό,τι ένα μεμονωμένο κατάστημα υποδημάτων, γεγονός που καθιστά ελκυστικότερη για τις αλυσίδες την είσοδό τους σε αυτά με σημεία πώλησης τα οποία έχουν τη μορφή shop-in-shop ή “corner”.
Το υψηλό κόστος για τη δημιουργία και την ανάπτυξη μιας αλυσίδας, είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του θεσμού της δικαιόχρησης (franchising) ως την κυριότερη μέθοδο επέκτασης πολλών επιχειρήσεων. Τα πλεονεκτήματα του θεσμού της δικαιόχρησης, όπως η δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης δικτύων, οι μαζικές αγορές και η επίτευξη ευνοϊκότερων όρων προμηθειών, οδήγησαν στην ευρεία αποδοχή του από τις αλυσίδες του εξεταζόμενου κλάδου.
Οι συνολικές πωλήσεις των αλυσίδων καταστημάτων υποδημάτων (με τουλάχιστον 3 καταστήματα τα οποία λειτουργούν «κάτω» από το ίδιο εμπορικό σήμα) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2006-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 10,6%. Οι συγκεκριμένες αλυσίδες διαθέτουν πολλές φορές και συμπληρωματικά προς την υπόδηση προϊόντα, όπως τσάντες, ζώνες κλπ., οι πωλήσεις των οποίων αποτελούν μικρό μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Την ίδια περίοδο, οι πωλήσεις υποδημάτων μέσω των αλυσίδων εμφάνισαν μέση ετήσια αύξηση της τάξης του 10%, συγκεντρώνοντας το 87,7% της συνολικής αγοράς των αλυσίδων το 2008.
Το μεγαλύτερο ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων υποδημάτων των αλυσίδων καταλαμβάνουν τα γυναικεία υποδήματα με μερίδιο συμμετοχής 71,8% το 2008. Ακολουθεί η κατηγορία των παιδικών υποδημάτων με ποσοστό 16% περίπου. Τα ανδρικά καταλαμβάνουν το μικρότερο ποσοστό στο σύνολο των πωλήσεων υποδημάτων από τις αλυσίδες (12,3% το 2008).
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης αλυσίδων καταστημάτων λιανικής πώλησης υποδημάτων βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 13 εταιρειών για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2006 και 2007. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο ενεργητικού των προαναφερομένων επιχειρήσεων αυξήθηκε το 2007 κατά 3,12%, ενώ οριακή μείωση 0,6% παρουσίασαν τα ίδια κεφάλαια. Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος αυξήθηκαν το 2007 κατά 14,77%. Τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν το ίδιο έτος κατά 23,71%, ωστόσο το κέρδος προ φόρου εισοδήματος μειώθηκε κατά 18,79% σε σχέση με το 2006.