Ηπιότερες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην επιχειρηματικότητα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα (2008-2009).
Ηπιότερες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην επιχειρηματικότητα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα (2008-2009) που υπογράφουν ο καθηγητής Σταύρος Ιωαννίδης, ο υπεύθυνος ερευνών του ΙΟΒΕ κ. ¶γγελος Τσακανίκας και η ερευνητική συνεργάτιδα του ΙΟΒΕ κα. Στελίνα Χατζηχρήστου.
Αν και οι ουσιαστικές επιπτώσεις αναμένεται να καταγραφούν στην έρευνα του 2009, ήδη τα ευρήματα του 2008 παρέχουν κάποιες σημαντικές ενδείξεις για τις επιπτώσεις της κρίσης. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, η αντίληψη για την ύπαρξη καλών επιχειρηματικών ευκαιριών επηρεάστηκε στην Ελλάδα ήδη από το 2008, ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος που προκλήθηκε από τις πρώτες ενδείξεις της κρίσης. Η υποχώρηση, όμως, είναι ηπιότερη σε σχέση με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν σοβαρότερα προβλήματα όπως π.χ. Ισλανδία, Ιρλανδία, Λετονία και Ουγγαρία.
Στην Ελλάδα, η πρώτη επίπτωση από την τότε επερχόμενη κρίση το 2008 ήταν η σημαντική αύξηση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων λόγω ανάγκης. Οι δυσμενείς προβλέψεις για την εξέλιξη της κρίσης και η πιθανότητα απώλειας θέσεων εργασίας ώθησαν κάποια άτομα στο να λειτουργήσουν «προληπτικά», εξασφαλίζοντας για τον εαυτό τους απασχόληση μέσω της αυτοαπασχόλησης.
Από την έκθεση του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι περισσότερα από 1,5 εκατ. άτομα αναπτύσσουν σήμερα επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα μας, ενώ επιπλέον 1 εκατ. άτομα σχεδιάζουν να ξεκινήσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.
Το 2008, ένα 9,9% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών – περίπου 670.000 άτομα- δήλωσαν ότι βρίσκονται στα αρχικά στάδια έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας (συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης). Πρόκειται για το βασικότερο δείκτη του GEM (επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων) και περιλαμβάνει δύο κατηγορίες ατόμων: τους επίδοξους επιχειρηματίες, όσους δηλαδή έχουν προβεί σε κάποιες προκαταρτικές ενέργειες στην κατεύθυνση της έναρξης ενός νέου εγχειρήματος και τους νέους επιχειρηματίες, όσους δηλαδή έχουν μόλις ξεκινήσει μία νέα επιχείρηση που λειτουργεί το πολύ 3,5 έτη. Η επίδοση αυτή είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί για την Ελλάδα στις έρευνες του GEM και ακολουθεί την πτώση του 2007. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι η άνοδος είναι μεγαλύτερη στους νέους επιχειρηματίες, όσους δηλαδή έχουν πράγματι ξεκινήσει το εγχείρημά τους, οι οποίοι φθάνουν στο 4,6% του πληθυσμού (περίπου 300 χιλ. άτομα), και αποτελούν σχεδόν τους μισούς επιχειρηματίες αρχικών σταδίων.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι τα προκαταρτικά στοιχεία από την έρευνα του 2009 δείχνουν πως, σε ένα περιβάλλον έντονης κρίσης, το επίπεδο της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων στην Ελλάδα όχι μόνο δε μειώνεται σημαντικά (φτάνει το 8,8%), αλλά και ξεπερνά το μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, με τους νέους επιχειρηματίες να εξακολουθούν να αποτελούν περίπου τους μισούς του συνόλου. Συνεπώς, συνεχίζεται και το 2009 η εμφάνιση νέων εγχειρημάτων στο εγχώριο οικονομικό περιβάλλον, τα οποία κατά ένα σημαντικό τμήμα προέρχονται από ανάγκη και όχι από προσπάθεια αξιοποίησης μιας ευκαιρίας.
Αν συνυπολογιστεί και το ποσοστό των καθιερωμένων επιχειρηματιών στην Ελλάδα (περίπου 14% τη διετία 2008-2009), δηλαδή οι επιχειρηματίες που είναι ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες μιας επιχείρησης που λειτουργεί τουλάχιστον 3,5 χρόνια, τότε συνολικά ένα 22% περίπου του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών (σχεδόν 1,5 εκατ. άτομα) συμμετείχε σε κάποιου τύπου επιχειρηματική δραστηριότητα τη διετία 2008-2009. Πρόκειται για την υψηλότερη σχετική επίδοση στην Ευρώπη και μία από τις υψηλότερες στο σύνολο των χωρών που συμμετέχουν στο GEM γεγονός που, βέβαια, αποτυπώνει κυρίως το μεγάλο ποσοστό της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα.
Επιπλέον, περίπου 1 εκατ. άτομα (16,6% του πληθυσμού, έναντι 13,7% το 2007) δηλώνουν πως σκοπεύουν να εισέλθουν στον επιχειρηματικό στίβο κάποια στιγμή τα επόμενα τρία χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, το 2,3% του πληθυσμού 18-64 ετών (έναντι 2,6% το 2007) δηλώνει ότι έχει διακόψει τη λειτουργία ή έκλεισε μια επιχείρηση που κατείχε ή συμμετείχε στη διοίκηση, ή έχει σταματήσει οποιαδήποτε μορφή αυτοαπασχόλησης κατά το 2008. Η επίδοση αυτή συνεχίζει να είναι από τις υψηλότερες στις εξεταζόμενες χώρες του GEM, γεγονός που υποδηλώνει πως η υψηλή επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων μπορεί να συνοδεύεται και από αντίστοιχα υψηλό ποσοστό αναστολής λειτουργίας. Η ευκολία άλλωστε με την οποία μπορεί να ανοίγουν νέες επιχειρήσεις οδηγεί και σε αντίστοιχα περισσότερες επιχειρηματικές αποτυχίες.
Το 2008, αλλά και το 2009, οι κύριες αιτίες για τη διακοπή λειτουργίας των εγχειρημάτων που εντοπίζονται ήταν η περιορισμένη κερδοφορία (45,2%), η δυσκολία χρηματοδότησης (17%) ενώ μόλις το 3,7% βρήκε μια καλή ευκαιρία για να πουλήσει την επιχείρηση, έναντι 10% την προηγούμενη χρονιά.
Συμπερασματικά, η χαμηλή κερδοφορία ως συνέπεια της κρίσης επηρέασε φέτος περισσότερο την απόφαση για έξοδο από την επιχειρηματικότητα, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Για πρώτη φορά στην έρευνα του 2008-2009 αναλύεται συστηματικά η εκπαίδευση / κατάρτιση των νέων / επίδοξων επιχειρηματιών ως προς τις γνώσεις τους στις διαδικασίες και στην προετοιμασία για την έναρξη μιας επιχείρησης. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ευρεία πλειονότητα των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων (78%) δηλώνει πως δεν έχει λάβει κάποια σχετική εκπαίδευση- κατάρτιση στην έναρξη επιχείρησης. Ταυτόχρονα όμως, η έρευνα του ΙΟΒΕ καταγράφει αυξημένο ενδιαφέρον για σχετική εκπαίδευση / κατάρτιση από άτομα τα οποία δεν έχουν μέχρι στιγμής σχέση με επιχειρηματικότητα. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό αφορά σε μεγάλο βαθμό το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που σκέφτεται να ιδρύσει μια επιχείρηση στα επόμενα τρία χρόνια. Συνεπώς, η ανάγκη για την περαιτέρω ανάπτυξη τέτοιων προγραμμάτων φαίνεται να γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, καθώς όλο και περισσότεροι από αυτούς που επιθυμούν να εισέλθουν στον επιχειρηματικό στίβο αναζητούν μεθόδους, εργαλεία και εκπαίδευση, ώστε να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να αυξήσουν ίσως τις πιθανότητες βιωσιμότητας αρχικά, επιτυχίας και ανάπτυξης στη συνέχεια του εγχειρήματός τους. Καταγράφεται, επομένως, και το ζήτημα του κατά πόσο ώριμες είναι οι συνθήκες για την ένταξη των προγραμμάτων αυτών στην επίσημη διαδικασία της εκπαίδευσης, από τη δευτεροβάθμια κιόλας εκπαίδευση, ώστε να μην έχουν εθελοντικό και αποσπασματικό, τελικά, χαρακτήρα.