Η κυβέρνηση «θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για να είναι απόλυτα συνεπής στους στόχους της, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου από το βήμα της Βουλής κατά τη δεύτερη μέρα συζήτησης του κρατικού Προϋπολογισμού. Αφησε παράλληλα ανοικτό το ενδεχόμενο λήψης πρόσθετων μέτρων, για την επίτευξη των στόχων του Προϋπολογισμού.
Η κυβέρνηση «θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για να είναι απόλυτα συνεπής στους στόχους της, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου από το βήμα της Βουλής κατά τη δεύτερη μέρα συζήτησης του κρατικού Προϋπολογισμού.
Αφησε παράλληλα ανοικτό το ενδεχόμενο λήψης πρόσθετων μέτρων, για την επίτευξη των στόχων του Προϋπολογισμού.
Όπως είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου, «το 2010 θα είναι η πρώτη χρονιά που το αποτέλεσμα στο τέλος του έτους θα είναι καλύτερο από αυτό που προβλέπει ο προϋπολογισμός».
Επισήμανε ακόμη ότι το έλλειμμα αξιοπιστίας της κυβέρνησης είναι μεγαλύτερο ακόμη και από το έλλειμμα των δημοσιονομικών και πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση θα κάνει τα πάντα για να ξανακερδίσει η χώρα το κύρος της.
«Δεν μας πιστεύουν στην ΕΕ και λένε ότι τα ίδια ακούνε εδώ και πέντε χρόνια. Όταν δεν σε πιστεύει κανείς, όμως, ακόμη και οι σωστές πολιτικές αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη» ανέφερε και ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση θα βάλει τέλος στην ανυποληψία της χώρας.
Ο υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι η εκτέλεση του Προϋπολογισμού θα παρακολουθείται σε μηναία βάση και ότι τα στοιχεία θα δημοσιοποιούνται σε αντίστοιχα χρονικά διαστήματα ώστε να υπάρχει άμεσος έλεγχος από τους πολίτες και από τη Βουλή. Ανακοίνωσε, επίσης ότι μαζί με την ανεξαρτητοποίηση της στατιστικής υπηρεσίας θα δημιουργηθεί και ειδικό σώμα ελεγκτών της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού στη Βουλή.
Απαντώντας στους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης περί τεχνητής αύξησης του ελλείμματος ο κ. Παπακωνσταντίνου καταλόγισε στη ΝΔ «παντελή έλλειψη αισθήματος ευθύνης» για την κατάρρευση των δημοσιονομικών.
Σε ό,τι αφορά το έλλειμμα, ο υπουργός ανέφερε ότι η μείωσή του επιτυγχάνεται κατά το ήμισυ με μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα και προκύπτει σχεδόν ισόποσα από τη μείωση των δαπανών και την αύξηση των εσόδων. Συγκεκριμένα κατά 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ ή 1,8% του ΑΕΠ από τα καθαρά τακτικά έσοδα, και κατά 4,2 δισεκατομμύρια ευρώ ή 1,7% του ΑΕΠ από τη μείωση των δαπανών σε επίπεδο κεντρικής και γενικής κυβέρνησης.