ICAP: Μελέτη για τις αλυσίδες καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων
Οι αλυσίδες καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων, οι οποίες ξεκίνησαν την ουσιαστική ανάπτυξή τους στην εγχώρια αγορά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχουν πλέον έντονη παρουσία και συνεχίζουν να επεκτείνονται, εκτοπίζοντας σταδιακά τα μεμονωμένα σημεία πώλησης, όπως προκύπτει από τη σχετική κλαδική μελέτη της ICAP:
Βασικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κλάδου είναι ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων οι οποίες δραστηριοποιούνται σε αυτόν και διαφοροποιούνται μεταξύ τους όχι μόνο ως προς την έκταση του δικτύου πωλήσεων, αλλά και ως προς τον τρόπο διάθεσης των προϊόντων τους.
Η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου πωλήσεων που εξασφαλίζει ευρεία γεωγραφική κάλυψη, θεωρείται σημαντικός παράγοντας επιτυχίας μιας αλυσίδας. Η μέθοδος ανάπτυξης κάθε αλυσίδας διαφέρει. Ορισμένες εκμεταλλεύονται οι ίδιες το δίκτυο λιανικής τους (εταιρικά καταστήματα). Σε άλλες περιπτώσεις η εκμετάλλευση των καταστημάτων γίνεται από επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ενώ πολύ διαδεδομένη είναι η ανάπτυξη μέσω της δικαιόχρησης (franchising), οπότε η δικαιοπάροχος εταιρεία συνήθως διατηρεί έναν αριθμό εταιρικών καταστημάτων και τα υπόλοιπα εκμεταλλεύονται ανεξάρτητες επιχειρήσεις (δικαιοδόχοι).
Στον εξεταζόμενο κλάδο υπάρχει έντονος ανταγωνισμός, τόσο μεταξύ των αλυσίδων όσο και μεταξύ μεμονωμένων σημείων πώλησης και καταστημάτων αλυσίδων. Η τιμολογιακή πολιτική, το επίπεδο εξυπηρέτησης των πελατών, η ποιότητα και η ποικιλία των προσφερόμενων ειδών, η αναγνωρισιμότητα του εμπορικού σήματος και η διαφημιστική προβολή, είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους οι αλυσίδες επιδιώκουν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.
Το συνολικό μέγεθος αγοράς το οποίο προκύπτει από τις αλυσίδες καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων (με τουλάχιστον 3 καταστήματα τα οποία λειτουργούν «κάτω» από το ίδιο εμπορικό σήμα), ακολούθησε ανοδική πορεία το διάστημα 1996-2006, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 13,7%. Το 2006, εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 11% σε σχέση με το 2005.
Οι πωλήσεις ενδυμάτων καλύπτουν το 91-93% των συνολικών ετήσιων πωλήσεων των αλυσίδων τα τελευταία οκτώ χρόνια, ενώ το υπόλοιπο αφορά συμπληρωματικά προς την ένδυση είδη, όπως αξεσουάρ, εσώρουχα, υποδήματα κλπ. Το μεγαλύτερο ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων ενδυμάτων μέσω των εξεταζόμενων αλυσίδων για το 2006, εκτιμάται ότι καταλαμβάνουν τα γυναικεία ενδύματα (54,3%). Ακολουθεί η κατηγορία των ανδρικών ενδυμάτων με ποσοστό 30,4% και τα παιδικά με 15,3%.
Η πλειοψηφία των αλυσίδων συνεργάζεται με πιστωτικούς οργανισμούς, παρέχοντας τη δυνατότητα στους καταναλωτές για την αγορά προϊόντων με τη χρήση πιστωτικών καρτών, αλλά και με άτοκες δόσεις.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των αλυσίδων είναι ιδιαίτερα έντονος και στον τομέα των πιστωτικών διευκολύνσεων, ορισμένες δε εταιρείες έχουν προβεί στη δημιουργία καρτών - μελών, οι οποίες προσφέρουν προνόμια στους κατόχους τους, όπως μειωμένες τιμές για τα προϊόντα τους καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Γενικότερα, οι πιστωτικές διευκολύνσεις που παρέχουν οι αλυσίδες επιτρέπουν την αύξηση των πωλήσεών τους, ακόμη και σε περιόδους έλλειψης ρευστότητας στην αγορά, γεγονός που τις τοποθετεί σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των περισσότερων μεμονωμένων καταστημάτων.
Η κυρίαρχη τάση για τα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι θα είναι η επέκταση των μεγάλων αλυσίδων με εμπορικά σήματα ευρείας αναγνώρισης και η συγκέντρωση των πωλήσεων σε μικρότερο αριθμό αλυσίδων.
Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα είναι σε βάρος των μεμονωμένων καταστημάτων, αλλά και αλυσίδων με περιορισμένο αριθμό σημείων πώλησης και χαμηλότερη αναγνωρισιμότητα.
Παράγοντες του εξεταζόμενου κλάδου εκτιμούν ότι με βάση τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, το μέγεθος αγοράς των αλυσίδων ετοίμων ενδυμάτων θα εξακολουθήσει να παρουσιάζει αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης και τα επόμενα έτη.
Συγκεκριμένα, για τη διετία 2007-2008 η εν λόγω αγορά αναμένεται να εμφανίσει μέση ετήσια αύξηση 10% περίπου.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών.
Επίσης συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 64 εταιρειών για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2005 και 2006.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση 7,7% το 2006 σε σχέση με το 2005, ενώ ανάλογη εξέλιξη είχαν και τα ίδια κεφάλαια τα οποία σημείωσαν αύξηση 19,7% το 2006. Οι πωλήσεις των 64 εταιρειών του δείγματος αυξήθηκαν κατά 14,7% το 2006.
Τέλος, το κέρδος προ φόρου εισοδήματος των συγκεκριμένων επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση το ίδιο έτος κατά 56%.