Ετήσιο τζίρο της τάξεως των 12 δισεκατομμυρίων ευρώ διαχειρίστηκαν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά εμπορίας πετρελαιοειδών κατά το 2007, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της STAT Bank:
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον εμφανίζει το γεγονός ότι τον τζίρο αυτό διαχειρίζονται μόλις 67 επιχειρήσεις, πέντε εκ των οποίων αποσπούν το 62,4% της «πίτας». Τα συνολικά κέρδη των λίγων εταιριών του κλάδου υπολογίζονται να είναι της τάξεως των 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Οι εταιρίες εμπορίας του «μαύρου χρυσού», βιώνοντας έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό, μοιράζονται μια αγορά η οποία το 2007 εμφάνισε ελαφρά υποχώρηση λόγω κυρίως της μεγάλης μείωσης της αγοράς του ντίζελ θέρμανσης.
Συγκεκριμένα, η συνολική αγορά καυσίμων (βενζίνες - ντίζελ) εμφάνισε το 2007 μια ανεπαίσθητη κάμψη 2,2% σε σχέση με το 2006.
Ειδικότερα, η συνολική αγορά βενζινών (σε ποσότητες) παρουσίασε κατά το 2007 αύξηση 2,9% σε σχέση με το 2006. Έτσι, το 2007 στην εγχώρια αγορά διακινήθηκαν περίπου 4,13 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι βενζίνες έναντι 4,02 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι το 2006.
Αντιστοίχως η αγορά του ντίζελ θέρμανσης εμφάνισε μείωση 11,5% για να διαμορφωθεί σε ετήσια βάση στα επίπεδα των 3,54 εκατομμυρίων μετρικών τόνων, Η αγορά του ντίζελ κίνησης εμφάνισε αύξηση 5,1% για να υπερβεί τα 2,8 εκατομμύρια μετρικούς τόνους. (Ακόμη η αγορά μαζούτ εμφάνισε μείωση 5,4% για να βρεθεί στα επίπεδα των 477 χιλιάδων μετρικών τόνων).
Στο σύνολο του ωστόσο ο τομέας των πετρελαιοειδών προϊόντων εμφανίζει μια αξιοσημείωτη αντοχή, παρά το γεγονός ότι οι τιμές κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Σημείο – κλειδί στη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς κατά το 2007 αποτέλεσε το μεγάλο ποσοστό των παρανόμως διακινούμενων ποσοτήτων προϊόντων πετρελαίου. Αυτό συνίσταται:
• πρώτον, στη φοροκλοπή η οποία προκύπτει από την πώληση ποσοτήτων πετρελαίου θέρμανσης και ναυτιλίας οι οποίες διατίθενται ως πετρέλαιο κίνησης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ελληνικό δημόσιο έχασε κατά το παρελθόν έτος έσοδα της τάξεως των 400 εκατομμυρίων ευρώ από αυτή τη δραστηριότητα. Η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Οικονομίας για εξίσωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης των δύο ντίζελ αποτελεί ένα βήμα στη κατεύθυνση ελέγχου της παράνομης δραστηριότητας η οποία όμως έχει πολλά πλοκάμια.
• Δεύτερον, στη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων αφορολόγητου πετρελαίου ναυτιλίας στην εγχώρια αγορά. Μετά τον αποχρωματισμό του το πετρέλαιο διατίθονταν σε φούρνους, εργαστήρια και μικρές βιοτεχνίες.
• Στη διάθεση στην εσωτερική αγορά αφορολόγητων καυσίμων τα οποία θα έπρεπε να πωληθούν σε γειτονικές χώρες. Ενδεικτικά υπολογίζεται ότι κάθε τόνος αφορολόγητου καυσίμου που προορίζονταν για κάποια ξένη αγορά και που διατίθετο στην εγχώρια αγορά προσέφερε στον λαθρέμπορο κέρδος από φοροκλοπή της τάξεως των 400 ευρώ.
Στον κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών, πάντως, εξακολουθεί να επικρατεί μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι εκ των ισχυρών εμφανίζουν απώλειες δυνάμεων. Συγκεκριμένα, οι πέντε μεγαλύτερες (βάσει κύκλου εργασιών) επιχειρήσεις του κλάδου ελέγχουν πάνω από το 62% της αγοράς. Στα ίδια επίπεδα κινείται και το ποσοστό που οι εν λόγω εταιρίες αποσπούν από τα συνολικά κέρδη του κλάδου.
Το θέμα που κυριαρχεί στον κλάδο και το οποίο δεν είναι άσχετο με την συγκέντρωση δυνάμεων είναι η εξέταση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού δύο μεγάλων επιχειρήσεων για εναρμονισμένη εμπορική πολιτική η οποία έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση των λιανικών τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Στην αγορά καυσίμων εντείνονται οι διεργασίες συγκέντρωσης δυνάμεων – είτε με την μείωση της παρουσίας μικρών εταιριών του κλάδου, είτε με την ένωση δυνάμεων των μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων. Στη κατεύθυνση αυτή εντείνονται οι διαπραγματεύσεις και οι συνομιλίες για πιθανή συνεργασία μεταξύ ορισμένων μεσαίου μεγέθους εταιριών. Αυτή ξεκινά από τις σκέψεις για τη δημιουργία ενός κοινού εμπορικού σήματος και φτάνει ως το σημείο για πιθανή συνένωση δυνάμεων σε μετοχικό επίπεδο. Η παραπάνω εξέλιξη αποτελεί σαφές δείγμα της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιριών που αναζητεί νέα ισχυρά εμπορικά σήματα.