Η Εθνική Τράπεζα εκτιμά ότι τα κέρδη του πρώτου τριμήνου θα είναι σε αντιστοιχία με το στόχο του επιχειρηματικού της σχεδίου για αύξηση 30%, όπως δήλωσε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Τάκης Αράπογλου, στην ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων.
Η Εθνική Τράπεζα εκτιμά ότι τα κέρδη του πρώτου τριμήνου θα είναι σε αντιστοιχία με το στόχο του επιχειρηματικού της σχεδίου για αύξηση 30%, όπως δήλωσε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Τάκης Αράπογλου, στην ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων.
Το πρώτο τρίμηνο τα κέρδη θα είναι ευθυγραμμισμένα με τον στόχο του business plan, ανέφερε ο κ. Αράπογλου. «Σε επίπεδο πιστωτικής επέκτασης, τα μέχρι τώρα στοιχεία επιβεβαιώνουν τους στόχους που έχουν τεθεί για το 2008, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι μπορούμε να υπολογίζουμε σε μία ακόμα θετική χρονιά για τον Όμιλο της ΕΤΕ» δήλωσε, ενώ επανέλαβε την προσήλωση της τράπεζας στους τέσσερις βασικούς άξονες - όπως έχουν καθοριστεί στο Επιχειρησιακό Σχέδιο 2007-2009 - δηλαδή τη δυναμική ανάπτυξη των εσόδων, τη λειτουργική αποδοτικότητα και έλεγχο κόστους, την αποτελεσματική διαχείριση κεφαλαίου και την ομογενοποίηση του ομίλου.
Ο κ. Αράπογλου επισήμανε, ακόμη, ότι η Εθνική διερευνά ευκαιρίες εξαγοράς, «εστιάζοντας την προσοχή μας σε οποιασδήποτε αγορές τραπεζών που θα προσδίδουν αξία στο μέτοχό μας».
Αναφερόμενος στην παγκόσμια πιστωτική κρίση, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ επισήμανε πως «η ελληνική οικονομία, από τη θέση της, παραμένει λιγότερο ευάλωτη στη δυσμενή διεθνή συγκυρία, αφού διατηρεί τα χαρακτηριστικά της σχετικά κλειστής οικονομίας».
«Η εγχώρια ζήτηση αποτελεί την κυριότερη συνιστώσα της ανάπτυξης, υποστηριζόμενη από ισχυρή επιχειρηματική και δημόσια επενδυτική δαπάνη, ενώ ταυτόχρονα η ιδιωτική κατανάλωση τροφοδοτείται από την αύξηση της απασχόλησης και την ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων», σημείωσε ο κ. Αράπογλου.
Επιπλέον, θετικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός κλάδος έχει υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και μηδενική έκθεση σε προϊόντα υψηλού κινδύνου, ενώ η πιστωτική διείσδυση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά συνεχίζει να εμφανίζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης σε σχέση με ευρωπαϊκούς μέσους όρους.