Για «κίνδυνο επώδυνης διόρθωσης» της ελληνικής οικονομίας κάνουν λόγο σε σημερινό τους δημοσίευμα οι "Financial Times" εστιάζοντας κυρίως στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Για «κίνδυνο επώδυνης διόρθωσης» της ελληνικής οικονομίας κάνουν λόγο σε σημερινό τους δημοσίευμα οι "Financial Times" εστιάζοντας κυρίως στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ προβλέπουν και αύξηση της ανεργίας:
«Η δύναμη της οικονομίας της Ευρωζώνης, σε μια περίοδο παγκόσμιων οικονομικών αναταραχών, έγκειται στην απουσία σοβαρών "ανισορροπιών" εντός των συνόρων της, επισημαίνει αρκετά συχνά ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν Κλοντ Τρισέ.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι οι εξαγωγές των 15 κρατών - μελών της κυμαίνονται στα ίδια περίπου επίπεδα με τις εισαγωγές της, ενώ οι δαπάνες των καταναλωτών της δεν ξεπερνούν σε γενικές γραμμές τα εισοδήματά τους – εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού – δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την αισιοδοξία της ΕΚΤ για τα θεμελιώδη της οικονομίας.
Μεταξύ των "παραφωνιών" σε αυτό το κατά άλλα θετικό κλίμα θεωρείται η Ελλάδα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της είναι μεγαλύτερο από αυτό των ΗΠΑ αλλά και της Ισπανίας. Σημειώνεται ότι οι δύο αυτές χώρες θεωρείται ότι διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο ύφεσης κατά τους προσεχείς μήνες.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας το οποίο διαμορφώθηκε πέρυσι στο 14% του ΑΕΠ παραπέμπει περισσότερο σε μια αναδυόμενη αγορά των Βαλκανίων παρά σε έναν εταίρο της Ευρωζώνης.
Ο κίνδυνος μιας επώδυνης διόρθωσης προβληματίζει εδώ και χρόνια τους χαράσσοντες την οικονομική πολιτική της χώρας, με το έλλειμμα να συνεχίζει να διευρύνεται. Η ένταξή της στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να τη βοηθήσει να αποφύγει την οικονομική κρίση. Ωστόσο, όπως εκτιμούν αναλυτές, η τύχη της Ελλάδας πιθανόν να αλλάξει σύντομα.
"Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον, όπου οι χώρες με ελλείμματα δέχονται πολύ μεγαλύτερες πιέσεις να προσαρμοστούν", υποστηρίζει ο Τζούλιαν Κάλοου της Barclays Capital, σημειώνοντας πως, βάσει αυτής της λογικής, η Ελλάδα βρίσκεται στην ίδια δυσχερή θέση με την Τουρκία, την Ισπανία ή τις ΗΠΑ.
Όπως, άλλωστε, δείχνει το παράδειγμα της Ισπανίας – η οικονομία της οποίας κατέγραφε μέχρι πρόσφατα μία από τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη – τα πράγματα μπορούν να επιδεινωθούν τάχιστα.
Στην Ελλάδα, η ραγδαία πτώση του κόστους δανεισμού μετά από την ένταξή της στην Ευρωζώνη, οδήγησε σε μεγάλη άνοδο των καταναλωτικών δαπανών. Την ίδια στιγμή, οι ισχυρές επενδύσεις τόσο στον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα – η οποία είναι μεγαλύτερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης – έχει αυξήσει τη ζήτηση για εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες.
Όπως επισημαίνει ο οικονομικός σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών Πλούταρχος Σακελλάρης, "δεν είμαστε μια βιομηχανική χώρα, και έτσι αναγκαζόμαστε να εισάγουμε τα βιομηχανικά αγαθά".
Η Ελλάδα έχει διατηρήσει τον ρυθμός ανάπτυξής στο κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας κοντά στο 4%, χάρη στις γενναιόδωρες παροχές της Ε.Ε., την ανάκαμψη του τουρισμού, την επέκταση εγχώριων επιχειρήσεων στις βαλκανικές αγορές και της άνθησης της ελληνικής ναυτιλίας.
Στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης, η ανατίμηση των νομισμάτων δεν μπορεί να προσφέρει πλέον οδό διαφυγής. Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος βρίσκεται σήμερα στο ότι η αύξηση των μισθών, των καταναλωτικών δαπανών και των επιχειρηματικών επενδύσεων θα δεχθούν το βάρος των αναπόφευκτων διαδικασιών προσαρμογής, εκτιμούν οι αναλυτές.
Οι εργασιακές δαπάνες έχουν ενισχυθεί ταχύτερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να υποβαθμίσουν την ανταγωνιστικότητα, ενώ τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως έχει ήδη ξεκινήσει μια επιβράδυνση της δραστηριότητας. Επιπλέον, το ΑΕΠ έχει σημειώσει πτώση για τρία διαδοχικά τρίμηνα.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, η άνοδος του δείκτη της ανεργίας – που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο 8% – δείχνει πλέον αναπόφευκτη. Αναλυτές εκτιμούν πως μια σημαντική επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας ενδεχομένως να οδηγήσει και στην πρώτη έξοδο Ελλήνων εργατών προς τη δυτική Ευρώπη από τη δεκαετία του 1960».