Το 2007, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση ξεπέρασαν τα €2 δισ., όπως προκύπτει από εκτιμήσεις της ICAP που βασίζονται στην επεξεργασία των επίσημων δεδομένων της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών.
Σοβαρή ανισομέρεια παρουσιάζει η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην εκπαιδευτική διαδικασία, σημειώνει η ICAP στη νέα έκδοση της κλαδικής μελέτης της για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Από τη μία πλευρά, η συμμετοχή στην παροχή υπηρεσιών τυπικής εκπαίδευσης, δηλαδή κυρίως σχολικής, είναι περιορισμένη. Το μερίδιο των ιδιωτικών σχολείων επί του συνολικού αριθμού των μαθητών είναι μικρό, μόλις 6% την περίοδο 2006/7, ενώ έχει παραμείνει στο επίπεδο αυτό επί δεκαετίες.
Από την άλλη όμως πλευρά, όπως σημειώνει η ICAP, ο ιδιωτικός τομέας κυριαρχεί στη μη τυπική εκπαίδευση, δηλαδή στα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, ξένων γλωσσών, κλπ. Το 2007, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση ξεπέρασαν τα €2 δισ., όπως προκύπτει από εκτιμήσεις της ICAP που βασίζονται στην επεξεργασία των επίσημων δεδομένων της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών. Οι δαπάνες για τυπική εκπαίδευση αντιπροσώπευαν λιγότερο από το ένα τρίτο των συνολικών.
Όπως επισημαίνει η ICAP, το καθεστώς υπό το οποίο λειτουργούν τα ιδιωτικά σχολεία είναι ασφυκτικά ελεγχόμενο από το δημόσιο: είναι ένας από τους λίγους κλάδους της οικονομίας όπου εξακολουθεί να υπάρχει έλεγχος τιμών. Επίσης, υπάρχει σημαντική γεωγραφική συγκέντρωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερο από το 80% των μαθητών ιδιωτικών σχολείων βρίσκεται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη. Ένα άλλο πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του κλάδου είναι ότι οι μεγαλύτεροι εκπαιδευτικοί οργανισμοί είναι μη κερδοσκοπικοί και συνεπώς λαμβάνουν αποφάσεις με άλλα κριτήρια.
Η δημιουργία ενός φροντιστηρίου είναι σχετικά εύκολη υπόθεση, αναφέρει η ICAP. Η ίδρυση όμως ενός νέου σχολείου απαιτεί σημαντικές επενδύσεις και ενέχει αρκετές δυσκολίες. Απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός ως προς τη σκοπιμότητα και τη βιωσιμότητα της επένδυσης. Επιπλέον, η καθιέρωση και εδραίωση της φήμης – ονόματος ορισμένων μεγάλων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων καθιστά δύσκολη την είσοδο νέων ανταγωνιστών κυρίως στην περιφέρεια της Αττικής.
Η σταδιακή βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια έχει τονώσει την ανταγωνιστικότητα των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τα οποία καθίστανται πιο ελκυστικά για γονείς και εκπαιδευτικούς. Τα ιδιωτικά σχολεία ήταν παραδοσιακά πρωτοπόρα ως προς τα εκπαιδευτικά προγράμματα που χρησιμοποιούν. Τα τελευταία χρόνια, όμως, πρωτοπόρος στις καινοτομίες είναι ο δημόσιος τομέας, ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η εφαρμογή του ολοήμερου σχολείου και οι επιπτώσεις που είχε στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, καθώς δημιούργησε προβλήματα στον ιδιωτικό τομέα, λόγω της προσέλκυσης σημαντικού αριθμού εκπαιδευτικών στο δημόσιο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ελλείψεων προσωπικού στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Αν και τα τελευταία χρόνια (2002-2006) ο συνολικός κύκλος εργασιών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων αυξάνεται με ρυθμούς υψηλότερους του πληθωρισμού, η κερδοφορία παραμένει σε χαμηλά επίπεδα: το περιθώριο EBITDA του κλάδου ήταν 8,2% το 2006.
Επίσης, λόγω της μεγάλης χρονικής διαφοράς μεταξύ είσπραξης απαιτήσεων (κυρίως δίδακτρα) και πληρωμής προμηθευτών (κυρίως μισθοδοσία) υπάρχουν μεγάλες ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης, οι οποίες επιβαρύνουν τα αποτελέσματα.