Η αναταραχή στις χρηματοοικονομικές αγορές έχει αλλάξει εντελώς το τοπίο όσον αφορά στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το Centre for the Study of Financial Innovation (CSFI) σε συνεργασία με την PricewaterhouseCoopers.
Η αναταραχή στις χρηματοοικονομικές αγορές έχει αλλάξει εντελώς το τοπίο όσον αφορά στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα “Banking Banana Skins” που διεξήγαγε το Centre for the Study of Financial Innovation (CSFI) σε συνεργασία με την PricewaterhouseCoopers.
Η ετήσια δημοσκόπηση για τους τραπεζικούς κινδύνους κυριαρχείται από ανησυχίες σχετικά με τις υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς, κυρίως την έλλειψη ρευστότητας και την κρίση τόσο στην πιστωτική αγορά όσο και στην αγορά παραγώγων. Υπάρχει έντονη ανησυχία ότι αυτές οι πιέσεις θα οδηγήσουν σε παγκόσμια ύφεση.
Η δημοσκόπηση βασίζεται στις απόψεις περίπου 300 στελεχών της χρηματοοικονομικής κοινότητας από 38 χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα, και κατατάσσει 30 κινδύνους με βάση τη σοβαρότητά τους.
Δύο από τους τρεις σημαντικότερους κινδύνους -η ρευστότητα και η αύξηση των πιστωτικών περιθωρίων “spreads”- δεν υπήρχαν ποτέ πριν σε αυτή την κατάταξη, ένδειξη της μεγάλης αλλαγής που έγινε στη λίστα των κινδύνων. Ο μόνος μη χρηματοοικονομικός κίνδυνος μέσα στους δέκα σημαντικότερους είναι η προοπτική μίας υπερβολικής αντίδρασης των ρυθμιστικών αρχών, καθώς οι πολιτικοί και οι ρυθμιστικές αρχές προετοιμάζονται για να «διορθώσουν» το πρόβλημα.
Η ένταση των ανησυχιών όσων συμμετείχαν στην έρευνα έφερε τον δείκτη «Banana Skins», ο οποίος μετράει τα επίπεδα άγχους των χρηματοοικονομικών αγορών, στο υψηλότερο σημείο από το 1998. Ο κ. Αιμίλιος Γιαννόπουλος, Partner της PricewaterhouseCoopers Business Solutions, δήλωσε σχετικά: «Αν και κάποιοι συμμετέχοντες στην έρευνα σκέφτηκαν ότι η αντίδραση στην κρίση ήταν υπερβολική, η πλειοψηφία ήταν απαισιόδοξη. Πρόκειται για την πιο απαισιόδοξη έρευνα «Banana Skins» εδώ και πάνω από 10 χρόνια.»
Η έρευνα δείχνει ότι η κρίση αποδεικνύει την αποτυχία των εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου μέσα στις τράπεζες λόγω πολλών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των οικονομικών προϊόντων, της κακής δομής των κινήτρων αποζημίωσης στελεχών και της ανεπαρκούς μέριμνας για τη διαχείριση του κινδύνου.
Ο κ. Γιαννόπουλος συμπλήρωσε: «Ενώ οι υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς κυριαρχούν στην έρευνα, υπάρχει μία εμφανής πτώση της εμπιστοσύνης στην ποιότητα των διαδικασιών διαχείρισης του τραπεζικού κινδύνου που αντιστρέφει την τάση των προηγούμενων ερευνών. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα πιστεύουν ξεκάθαρα ότι η πιστωτική κρίση αποτελεί ένα ‘ταρακούνημα’ του κλάδου, που θα πρέπει να επανεκτιμήσει την αποτελεσματικότητα του ελέγχου κινδύνων.»
Ανάμεσα στους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κινδύνους είναι η απειλή της παγκόσμιας ύφεσης, που προέρχεται από την πιθανή οικονομική ύφεση στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και μία πτώση των υπερτιμημένων χρηματιστηρίων αξιών.
Ο κίνδυνος με τη μεγαλύτερη πτώση είναι οι υπερβολικές κανονιστικές ρυθμίσεις, οι οποίες ήταν στην κορυφή των δημοσκοπήσεων τα δύο τελευταία χρόνια, αλλά φέτος έπεσαν στην όγδοη θέση. Παρ’ όλα αυτά, αποτελούν το μεγαλύτερο κίνδυνο, ιδιαίτερα εάν υπάρχει μία αντανακλαστική αντίδραση στην υφιστάμενη κρίση.
Η δημοσκόπηση έδειξε ότι μόνο 24% των συμμετεχόντων μέσω των τραπεζών ήταν προετοιμασμένοι για τους κινδύνους που προσδιόρισαν σε σύγκριση με 64% της προηγούμενης δημοσκόπησης. Οι τραπεζίτες ήταν πιο θετικοί από τους παρατηρητές και τις ρυθμιστικές αρχές σχετικά με την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την απειλή.
Η δημοσκόπηση έδειξε παραλλαγές στην αντίληψη των κινδύνων μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών συμμετεχόντων στην έρευνα. Οι τραπεζίτες θεωρούν ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις χρηματαγορές αποτελούν και τη μεγαλύτερη απειλή, κυρίως οι σημαντικά απότομες αλλαγές στην πιστωτική αγορά, καθώς και στην αγορά παραγώγων και στα χρηματιστήρια. Οι μη τραπεζίτες, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ρυθμιστικές αρχές, δίνουν μεγαλύτερο βάρος σε αδυναμίες μέσα στις ίδιες τις τράπεζες, ιδιαίτερα στα ανεπαρκή συστήματα διαχείρισης κινδύνου και στην παροχή γενναιόδωρων αποζημιώσεων “bonus”.