TH ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ υπέρβασης του ανώτατου χρόνου εργασίας σε κοινοτικό επίπεδο, πέραν του 48ωρου σε εβδομαδιαία βάση, προβλέπει η χθεσινή απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Απασχόλησης.
Βρυξέλλες
TH ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ υπέρβασης του ανώτατου χρόνου εργασίας σε κοινοτικό επίπεδο, πέραν του 48ωρου σε εβδομαδιαία βάση, προβλέπει η χθεσινή απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Απασχόλησης. Οι «27» συμφώνησαν επίσης στη μισθολογική εξίσωση μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων και των απασχολούμενων αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, ενώ υιοθέτησαν άλλη οδηγία η οποία προβλέπει ότι η ανενεργός εφημερία δεν θεωρείται χρόνος εργασίας.
Το «πακέτο» των χθεσινών αποφάσεων παρέμενε στο «τραπέζι» του Συμβουλίου τα τελευταία τρία χρόνια, εξαιτίας των εντόνων διαφωνιών που υπήρχαν μεταξύ των κρατών μελών. Μάλιστα, η υιοθέτηση της οδηγίας για το χρόνο εργασίας έγινε με ειδική πλειοψηφία, διότι απείχαν η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Ισπανία και το Βέλγιο, θεωρώντας ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Πάντως, τον τελευταίο λόγο για την οριστική υιοθέτηση των τριών οδηγιών τον έχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (διαδικασία συναπόφασης), το οποίο στο θέμα του καθορισμού του ανώτατου χρόνου εργασίας η θέση του είναι διαφορετική από αυτήν που αποφάσισε χθες το Συμβούλιο Υπουργών.
Ειδικότερα, αναφορικά με το χρόνο εργασίας η ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία προβλέπει ανώτατο χρόνο εργασίας τις 48 ώρες/εβδομάδα, καθώς επίσης ελάχιστη άδεια 4 εβδομάδων και κατά κανόνα όχι πάνω από 8 ώρες νυχτερινής εργασίας ανά διαστήματα 24 ωρών. Ολα τα παραπάνω διατηρούνται, αλλά με τη διαφορά ότι νομιμοποιείται πλέον η υπέρβαση του 48ωρου, η οποία ήταν μέχρι τώρα μια εξαίρεση για τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία θα έπρεπε να καταργηθεί από το 2003. Ομως, αυτό δεν έγινε και μάλιστα ορισμένες από τις νέες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης που εντάχθηκαν το 2004, όπως η Τσεχία και η Πολωνία, μιμήθηκαν τη Μεγάλη Βρετανία (ανώτατος χρόνος εργασίας είναι οι 78 ώρες).
60 ώρες, 65 ώρες...
Με την απόφαση που έλαβαν χθες οι Υπουργοί Απασχόλησης, εάν υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου σε μια επιχείρηση, μπορεί ο ανώτατος χρόνος εργασίας να φτάσει τις 60 ώρες, ενώ εάν υπάρχει συλλογική συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ο ανώτατος χρόνος εργασίας μπορεί να ανέλθει σε 65 ώρες τη βδομάδα ή και περισσότερο.
Σύμφωνα με την απόφαση, η συναίνεση του εργαζόμενου στην υπέρβαση του 48ωρου δεν θα μπορεί να δοθεί νωρίτερα από τις 4 εβδομάδες μετά την πρόσληψη. Θα έχει επίσης τη δυνατότητα υπαναχώρησης, αν αλλάξει γνώμη. Δεν θα ισχύει η υπέρβαση του 48ωρου για τους απασχολούμενους μικρής διάρκειας (μέχρι 10 βδομάδες το χρόνο).
Σε κάθε περίπτωση, τον τελευταίο λόγο για την εφαρμογή ή όχι των εξαιρέσεων θα τον έχουν οι κυβερνήσεις, οι οποίες μπορούν να διατηρήσουν την υφιστάμενη σήμερα νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο και να απαγορεύσουν την υπέρβαση του 48ωρου. Ομως, σε κάθε περίπτωση η νέα νομοθεσία δημιουργεί εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων σε κοινοτικό επίπεδο.
Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που συναποφασίζει με το Συμβούλιο, έχει αποφανθεί από το Μάιο του 2006 ότι η κατ' εξαίρεση και με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου υπέρβαση του ανώτατου ορίου των 48 ωρών εργασίας εβδομαδιαίως, που ισχύει σήμερα στην Κοινότητα, θα πρέπει να ανακληθεί μέσα σε μια τρετία.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έλεγε τότε το Κοινοβούλιο, ο ανώτατος χρόνος θα μπορούσε να φτάσει τις 55 ώρες, αλλά με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η αντίδρασή του στη χθεσινή απόφαση, διότι εάν επιμείνει στην αρχική του στάση μπορεί να την ανατρέψει.
Οι εφημερίες
Η χθεσινή απόφαση παρακάμπτει τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο το 2005 καταδίκασε τη Γαλλία επειδή δεν αναγνώριζε ως χρόνο εργασίας της ανενεργές εφημερίες που αφορούν σε μεγάλο βαθμό το νοσηλευτικό προσωπικό, κυρίως τους γιατρούς, οι οποίοι είναι σε εφημερία αλλά εκτός χώρου εργασίας.
Το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι όλες οι εφημερίες, είτε είναι ενεργές (στο χώρο εργασίας) είτε ανενεργές (μακριά από το χώρο εργασίας), θα πρέπει να υπολογίζονται ως χρόνος εργασίας. Σήμερα, 22 κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, δεν αναγνωρίζουν τις ανενεργές εφημερίες ως χρόνο εργασίας. Μάλιστα, ο αρμόδιος Επίτροπος, κ. Βλαντιμίρ Σπίντλα, είχε προειδοποιήσει τα κράτη μέλη ότι εάν δεν προχωρήσουν στη θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας στο θέμα των εφημεριών, θα κινήσει νομική διαδικασία εναντίον των χωρών που δεν εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε χθες ότι οι ανενεργές εφημερίες θα θεωρούνται ως ρεπό, εκτός κι αν ο εργαζόμενος κληθεί στο χώρο εργασίας να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Για το θέμα αυτό η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ότι η εφημερία πρέπει να θεωρείται χρόνος εργασίας μόνο εφόσον είναι ενεργός. Εάν είναι ανενεργός, μπορεί να υπολογίζεται με ειδικό τρόπο από το κράτη μέλη, δηλαδή να αναγνωρίζεται μερικώς ως χρόνος εργασίας. Πάντως, σχετικά με αυτήν την απόφαση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν αναμένεται να διατυπώσει αντιρρήσεις στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που θα έχει με το Συμβούλιο Υπουργών.
Οι ορισμένου χρόνου
Η οδηγία αυτή έχει ως αποκλειστικό στόχο την προστασία των απασχολούμενων ορισμένου χρόνου και την κατάργηση των μισθολογικών διαφορών. Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι θα πρέπει από την πρώτη μέρα της πρόσληψης να απολαμβάνουν του ίδιου μισθολογικού καθεστώτος με τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση.
Πάντως, προκειμένου να ικανοποιηθούν ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία, το Συμβούλιο συμφώνησε ότι εάν υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τότε για μια χρονική περίοδο θα μπορεί να ισχύει μισθολογική διαφοροποίηση μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων και των απασχολούμενων αορίστου χρόνου. Στη Μεγάλη Βρετανία η εν λόγω περίοδος φτάνει τους έξι μήνες.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ