Αποκαλυπτικά όσον αφορά τις ταξιδιωτικές προτιμήσεις των κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι τα συνολικά στοιχεία για την τουριστική κίνηση στις χώρες της Ενωσης, τα οποία έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat.
Οι κάτοικοι των 27 χωρών - μελών της Ε.Ε. πραγματοποίησαν 438 εκατ. ταξίδια (για λόγους αναψυχής, επιχειρηματικούς και άλλους), διάρκειας τεσσάρων διανυκτερεύσεων το 2006.
Με βάση στοιχεία της Eurostat, της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ε.Ε., το 61% των ταξιδίων έγινε στο εσωτερικό των χωρών - μελών, ενώ το 39% στο εξωτερικό. Από τις χώρες - μέλη ξεχωριστά, τα τρία-τέταρτα των ταξιδίων που πραγματοποιήθηκαν από τον πληθυσμό της Ελλάδας (89%), της Ρουμανίας (88%), της Ισπανίας (86%) της Γαλλίας (83%), της Πολωνίας (81%), της Πορτογαλίας (79%) και της Ιταλίας (75%) ήταν στο εσωτερικό. Αντίθετα, το 70% του συνόλου των ταξιδίων από τους πολίτες στο Λουξεμβούργο (99%), Βέλγιο (81%), Ιρλανδία (77%) και Σλοβενία (72%) ήταν στο εξωτερικό.
Κατά ηλικία
Από πλευράς ηλικίας, τα ταξίδια σε εγχώριους προορισμούς προτιμήθηκαν περισσότερο από όλες τις ηλικίες: το 61% των ταξιδίων διάρκειας τεσσάρων διανυκτερεύσεων και άνω για άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών έγινε στο εσωτερικό, όπως επίσης και το 58% των ταξιδίων από άτομα ηλικίας 25 έως 64 ετών και το 71% για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω. Για τα νεώτερα άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών, ο τύπος των ταξιδίων ήταν σχεδόν ο ίδιος με το μέσο όρο των χωρών μελών της Ε.Ε., με εξαίρεση τη Λετονία (όπου το 57% του συνόλου των ταξιδίων ηλικίας 15 έως 24 ετών έγινε στο εσωτερικό συγκριτικά με το 47% του μέσου όρου) και στη Βρετανία (όπου το 64% των ταξιδίων ήταν στο εξωτερικό για άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών συγκριτικά με το μέσο όρο του 54%).
Για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, τα ταξίδια σε εγχώριους προορισμούς γνώρισαν μεγαλύτερη συχνότητα στις περισσότερες χώρες μέλη από το μέσο όρο. Οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρήθηκαν στη Λιθουανία (το 85% των ταξιδίων έγιναν στο εσωτερικό για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω συγκριτικά με το 38% του μέσου όρου), στην Ουγγαρία (92% συγκριτικά με το 64%) και στη Σλοβενία (54% συγκριτικά με το 28%).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
Τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν εξεταστούν σε συνάρτηση με την προσπάθεια που γίνεται για τη βελτίωση της συγκριτικής θέσης της Ελλάδας με τις ανταγωνίστριες χώρες. Ο στόχος που τίθεται είναι διπλός: η ενίσχυση της συγκριτικής θέσης ως προς το μερίδιο αγοράς και η άμβλυνση της εποχικότητας. Προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων αυτών είναι: η στρατηγική επιλογή των ελκυστικότερων χωρών προέλευσης τουριστών και η δημιουργία του τουριστικού προϊόντος που ανταποκρίνεται στις συντελούμενες αλλαγές στην παγκόσμια τουριστική αγορά.
Η απώλεια ανταγωνιστικότητας, όπως τονίζεται σε έρευνα της JBR Consulting με θέμα «Μερίδιο αγοράς και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού, διαχρονική εξέλιξη, διεθνείς τάσεις και προτεινόμενη στρατηγική» που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, οφείλεται στη μη προσαρμογή του ελληνικού τουριστικού προϊόντος στις σύγχρονες τάσεις της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς. Οι τάσεις αυτές που οδηγούν στην απομάκρυνση από το μοντέλο «Ηλιος και Θάλασσα» είναι:
*Η γήρανση του πληθυσμού, που όμως παραμένει υγιής και ενεργός και διατεθειμένος να ταξιδέψει και μάλιστα με τις ανέσεις του.
*Η υψηλή συγκέντρωση πλούτου στις μέσες και ανώτερες ηλικίες που έχουν ήδη αναθρέψει τα παιδιά τους και απολαμβάνουν την «πολυτέλεια για τον εαυτό τους».
*Η ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες από αναπήρους.
*Η πολύ μεγαλύτερη δαπάνη των οικογενειών για τα παιδιά.
*Η μετατόπιση από το ομογενοποιημένο τουριστικό προϊόν των δεκαετιών 50 έως και 80 στη σύγχρονη πραγματικότητα των ατομικών επιθυμιών και συμπεριφορών.
*Η αναζήτηση εμπειριών και όχι απλά εικόνων ή αξιοθέατων
*Οι τουρίστες είναι όλο και πιο έμπειροι και πολυταξιδεμένοι
*Η ανάπτυξη του e-commerce, ιδιαίτερα στις τουριστικές αγορές που έχει φέρει πραγματική επανάσταση στον τρόπο που οι τουριστικές επιχειρήσεις προσεγγίζουν την πελατεία τους.
*Η ανάπτυξη του slow travel
*Η ανάπτυξη των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους.
*Τέλος, οι παρατηρούμενες περιβαλλοντικές αλλαγές που έχουν μετατρέψει τα καλοκαίρια των βόρειων χωρών σε ήπια ή ζεστά και των μεσογειακών χωρών σε υπερβολικά ζεστά και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί.
Ο πελάτης είναι πλέον «ενεργός» τουρίστας, μία δυνατότητα που βασίζεται σε πληθώρα διεθνών τάσεων όπως η άμεση πρόσβαση σε πηγές πληροφοριών μέσω του Διαδικτύου, η μείωση του κόστους των αερομεταφορών (low-cost carriers), η αύξηση εν δυνάμει προορισμών παγκοσμίως.
Οι αφίξεις στην Ελλάδα
Αναλύοντας τα στοιχεία των αφίξεων στην Ελλάδα, αποκλειομένων των Αλβανών επισκεπτών, είναι εμφανές ότι, παρά τη διαχρονική αυξητική τάση τόσο του παγκόσμιου όσο και του ευρωπαϊκού τουρισμού, η ανάπτυξη του ελληνικού εισερχόμενου τουρισμού χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις. Ενώ το 2002, 2003 και 2004 ο ρυθμός ανάπτυξης είναι αρνητικός και συνεπώς χαμηλότερος των αντίστοιχων ετών στις μεσογειακές χώρες, το 2005 και 2006 παρουσιάζει έναν έντονο δυναμισμό, εν μέρει και ως απόρροια της «Ολυμπιακής ώθησης». Παρά ταύτα, ήδη από το 2005 αλλά κυρίως το 2007 διαφαίνεται έντονη κόπωση στο δυναμισμό αυτό, με συνέπεια ο ρυθμός αύξησης να πέσει πάλι σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτόν της Μεσογείου. Χαρακτηριστικά:
*την περίοδο 2000 - 2006 η αύξηση των αφίξεων για την Ελλάδα είναι 16,72%, για τη Μεσόγειο 18,31% και παγκοσμίως 24,05%, καταδεικνύοντας την υστέρηση της Ελλάδας έναντι των χωρών της Μεσογείου κατά 1,6%
*την περίοδο 2000-2007, η αύξηση των αφίξεων για την Ελλάδα είναι 23,13, για τη Μεσόγειο 26,56% και παγκοσμίως 31,67%, αυξάνοντας τη διαφορά έναντι της Μεσογείου από τις 1,6 στις 3,4 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, έναντι της παγκόσμιας αγοράς η υστέρηση αυξήθηκε από 7,3% σε 8,5%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, κατά το διάστημα 2000-2006 παρατηρείται απώλεια του μεριδίου αγοράς στις κύριες χώρες-πηγές του ελληνικού τουρισμού, που ανέρχεται σε 7% στο σύνολο (από 3,0% σε 2,8%) και 9% στο top 20 των ευρωπαϊκών χωρών-πηγών (από 3,9% σε 3,6%). Εξαίρεση αποτελούν οι υπερπόντιες χώρες-πηγές όπου παρατηρείται σημαντική αύξηση στο μερίδιο που πλησιάζει το 50%, πλην όμως αφενός η βάση εκκίνησης είναι πολύ χαμηλή και τα στοιχεία των 2 τελευταίων ετών δείχνουν να αναστρέφεται η αυξητική τάση από ΗΠΑ που ήταν ο κύριος τροφοδότης της σχετικής αύξησης.
Το μερίδιο αγοράς της Ελλάδας στον εισερχόμενο τουρισμό στην Ευρώπη κυμαίνεται περίπου στο 3,6%, με την Πορτογαλία και την Τουρκία να έχουν 2,4% και 4,1% αντίστοιχα. Αντίθετα, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν πολύ μεγαλύτερα μερίδια, 12,7% και 8,9% αντίστοιχα.
Οι άμεσοι ανταγωνιστές
Συγκρίνοντας την Ελλάδα με τους άμεσους ανταγωνιστές της παρατηρείται ότι κατέχει σχεδόν 10% του μεριδίου ανάμεσα στις χώρες αυτές με τάσεις σταθεροποίησης. Η χώρα με το μεγαλύτερο μερίδιο είναι η Ισπανία (38%) με ελαφρά αυξητική τάση, ακολουθούμενη από την Ιταλία (27%) με έντονα πτωτικές τάσεις, την Τουρκία που είναι λίγο ψηλότερα από την Ελλάδα αλλά με έντονα ανοδική τάση και ακολουθούν η Πορτογαλία (7%) με πτωτικές τάσεις και η Αίγυπτος (6%) με αυξητικές τάσεις.
Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε σχέση με τους άμεσους ανταγωνιστές της στο να προσελκύει τουρισμό καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ενδιαφέρον παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί εξάλλου η Αίγυπτος, η οποία παρουσιάζει σχεδόν «μηδενική» εποχικότητα, ενώ σε σχετικά ίδια επίπεδα κυμαίνονται Ισπανία, Τουρκία, Κύπρος και Πορτογαλία.
Οι περισσότερες χώρες με υψηλό εξερχόμενο τουρισμό βρίσκονται στην Ευρώπη με πρώτη τη Γερμανία, ακολουθούμενη από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, την Ολλανδία και την Ελβετία.
Αν και όλες οι κύριες ευρωπαϊκές χώρες εξερχόμενου τουρισμού περιλαμβάνονται στις 10 κυριότερες αγορές εισερχόμενου τουρισμού της Ελλάδας, καμία από τις υπερπόντιες χώρες δεν περιλαμβάνεται αντιστοίχως στο top 10 της Ελλάδας. Ενα πρώτο συμπέρασμα που καταλήγει η έρευνα της JBR είναι ότι η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στην προσέλκυση τουριστών από υπερπόντιες χώρες, με σημαντικό αριθμό εξερχόμενων τουριστών.