Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2008 12:16

Ευκαιρία για την αγορά ταχυμεταφορών η διάδοση του αγορών μέσω internet

Η εγχώρια αγορά υπηρεσιών ταχυμεταφοράς (βάσει αξίας) κινήθηκε ανοδικά την περίοδο 1991-2007 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 24,3%, επισημαίνει η ICAP σε έκθεσή της.

Ο κλάδος των υπηρεσιών ταχυμεταφοράς (courier) απασχολεί μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων στη χώρα μας, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε αποστολές εσωτερικού και εξωτερικού.

Οι τελευταίες μεταβολές και προοπτικές εξέλιξης του κλάδου παρουσιάζονται στην έβδομη έκδοση της σχετικής κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP:

Βασικό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων του κλάδου είναι η διαφοροποίησή τους ως προς το μέγεθος, την υποδομή και τις γεωγραφικές περιοχές που καλύπτουν. Ειδικότερα, υπάρχουν οι διεθνείς εταιρίες οι οποίες πραγματοποιούν κυρίως αποστολές εξωτερικού, οι εθνικοί ταχυμεταφορείς που διαθέτουν πανελλαδικά δίκτυα και ασχολούνται κυρίως με αποστολές εσωτερικού, ενώ τέλος υπάρχουν και επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα που καλύπτουν συγκεκριμένες περιοχές της εγχώριας αγοράς. Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις που έχουν γενική άδεια παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο επιχειρήσεων της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) ανέρχονται περίπου σε 340.

Ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κλάδου είναι η συνεργασία που αναπτύσσεται μεταξύ εταιριών, με σκοπό την «αλληλοκάλυψη» τυχόν «κενών» που υπάρχουν στα δίκτυά τους. Για παράδειγμα, μια εταιρία που διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο εκτός Ελλάδας μπορεί να καλύπτει τις συγκεκριμένες αποστολές μιας συνεργαζόμενης εταιρίας η οποία έχει πανελλαδική εμβέλεια. Ταυτόχρονα, η τελευταία την καλύπτει σε περιοχές της χώρας μας όπου δεν έχει παρουσία.

Η εγχώρια αγορά υπηρεσιών ταχυμεταφοράς (βάσει αξίας) κινήθηκε ανοδικά την περίοδο 1991-2007 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 24,3%. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, ότι η αγορά των ταχυμεταφορών κινείται με μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε σε 8,8% την πενταετία 2003-2007, σε σύγκριση με το 22,9% που παρατηρήθηκε την πενταετία 1998-2002. Όσον αφορά την εξέλιξη της εγχώριας αγοράς ταχυμεταφορών για το 2008, παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, η συνολική αξία θα παρουσιάσει άνοδο της τάξης του 7,5% σε σύγκριση με το 2007.

Το 69,6% της εγχώριας αγοράς του 2007 καλύφθηκε από αποστολές εσωτερικού. Ακολούθησαν οι αποστολές εξωτερικού με μερίδιο 30,4%.

Η εξεταζόμενη αγορά τροφοδοτείται κυρίως από τις απαιτήσεις του επιχειρηματικού κόσμου για μεταφορά εγγράφων και δεμάτων, γεγονός που καθιστά τις ιδιωτικές εταιρίες τη σημαντικότερη κατηγορία πελατών για τις υπηρεσίες ταχυμεταφοράς. Αντίθετα, οι ιδιώτες αποτελούν συνήθως περιστασιακούς πελάτες που δεν διακινούν μεγάλο όγκο αποστολών. Η διεύρυνση των αγορών μέσω διαδικτύου (e-shopping) αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για ανάπτυξη των υπηρεσιών ταχυμεταφοράς, καθώς σημαντικό μέρος των συγκεκριμένων αποστολών καλύπτεται από εταιρείες courier. Σε γενικές γραμμές, στην Ελλάδα οι ρυθμοί ανάπτυξης της συγκεκριμένης μεθόδου αγορών είναι χαμηλότεροι σε σύγκριση με άλλα κράτη της Δυτικής Ευρώπης αν και τελευταία παρατηρείται κάποια βελτίωση, ιδιαίτερα με τη διάδοση των συνδέσεων aDSL στη χώρα μας. Στις ηλεκτρονικές αγορές θα πρέπει να προστεθούν και άλλες μορφές πωλήσεων από απόσταση όπως είναι οι κατάλογοι και οι «τηλεπωλήσεις», οι οποίες επίσης αποτελούν πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη των ταχυμεταφορών. Επιπλέον, η πρόσφατη ένταξη της Βουλγαρίας και Ρουμανίας στην Ε.Ε., αλλά και η αυξανόμενη παρουσία ελληνικών επιχειρήσεων στις βαλκανικές χώρες, αποτελούν ευκαιρία περαιτέρω ανόδου του εξεταζόμενου κλάδου.

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση μέσω επιλεγμένων αριθμοδεικτών, των μεγαλυτέρων (βάσει κύκλου εργασιών) επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός 19 επιχειρήσεων του κλάδου, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2005 και 2006. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκε κατά 11,6% το 2006 σε σχέση με το 2005, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε αύξηση 88,6% την ίδια περίοδο.

Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 12,4% το 2006 σε σχέση με το 2005. Το καθαρό περιθώριο κέρδους των εταιρειών του δείγματος αυξήθηκε από 1,79% το 2005 σε 2,83% το 2006. Τόσο η γενική όσο και η ταμειακή ρευστότητα βελτιώθηκαν κατά το 2006. Ο δείκτης αποδοτικότητας του ιδίου κεφαλαίου διαμορφώθηκε σε 35,62% το 2005 από 33,44% το 2006.