Την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας ζητά ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Προβόπουλος. Θεωρεί αναγκαία την ανακούφιση των ευάλωτων στρωμάτων από τις επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης με «στοχευμένες» παρεμβάσεις που δεν θα θέσουν εκτός τροχιάς τις δημοσιονομικές προοπτικές.
Την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας ζήτησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Προβόπουλος, κατά τη συνάντησή του με το προεδρείο και μέλη του ΣΕΒ.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε ειδικότερα στο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στο υψηλό δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ), στον πληθωρισμό «που είναι σταθερά ψηλότερος από ό,τι στο σύνολο ευρωζώνης» και στο ποσοστό ανεργίας, το οποίο - παρά τη μείωσή του http://www.naftemporiki.gr/news/static/08/07/14/1538885.htm παραμένει σχετικά μεγάλο.
Θεωρεί επίσης αναγκαία την ανακούφιση των ευάλωτων στρωμάτων από τις επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης, ωστόσο αυτό θεωρεί ότι πρέπει να γίνει με «στοχευμένες» παρεμβάσεις που δεν θα θέσουν εκτός τροχιάς τις δημοσιονομικές προοπτικές.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις τις οποίες επικαλέστηκε ο κ. Προβόπουλος, και οι οποίες, όπως διευκρίνισε, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι θα αναθεωρηθούν κάπως προς τα κάτω στη διάρκεια του επόμενου διμήνου, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν θετικοί το 2008 και θα είναι της τάξεως του 1,7-1,8% στη ζώνη του ευρώ και του 3,4%-3,5% στην Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, ο κ. Προβόπουλος ανέφερε ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική αναταραχή που ξεκίνησε πέρυσι βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη όσον αφορά τις επιπτώσεις της τόσο στις χρηματοπιστωτικές αγορές όσο και στα μακροοικονομικά μεγέθη.
Όπως επισήμανε, οι ακραίες καταστάσεις έχουν αποφευχθεί χάρη στις διορθωτικές (fine-tuning) παρεμβάσεις των μεγάλων κεντρικών τραπεζών (για την εξομάλυνση της ρευστότητας) και των κυβερνήσεων, ιδίως των ΗΠΑ και της Βρετανίας (για την αποσόβηση του κινδύνου ευρύτερης συστημικής κρίσης).
Αβέβαιος ο χρόνος επανόδου σε πλήρη πιστωτική ομαλότητα
Ωστόσο, πρόσθεσε, παραμένει αβέβαιο πόσος χρόνος θα χρειαστεί για την επάνοδο στην πλήρη πιστωτική ομαλότητα. Τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, σύμφωνα πάντα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αντανακλούν οι κατά διαστήματα ισχυρές πιέσεις που εκδηλώνονται στις αγορές χρήματος και πιστώσεων (επειδή η ευαισθησία τους στους εκάστοτε διαφαινόμενους κινδύνους είναι αυξημένη) και στις αγορές μετοχών (καθώς εμφανίζουν έξαρση, κατά καιρούς, η προτίμηση των επενδυτών στη ρευστότητα, προς αποφυγή των κινδύνων, ή η αβεβαιότητά τους για τις μακροοικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ ή άλλων χωρών).
Λόγω της παγκοσμιοποίησης, η αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία επηρεάζει και την οικονομία της χώρας μας καθώς και τις οικονομίες της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Ευρώπης, παρά τις σχετικές αντοχές που αυτές επιδεικνύουν, υπογράμμισε ο κ. Προβόπουλος.
Επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία
Όπως ανέφερε ο κ. Προβόπουλος, η αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως παραμένει υψηλότερη του συνήθους. Η έκταση και η πιθανή διάρκεια των δυσμενών επιδράσεων της χρηματοπιστωτικής αναταραχής στην οικονομική δραστηριότητα διεθνώς διαφαίνεται ότι θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι αρχικά πιστευόταν. Αυτό, όπως επισήμανε ο διοικητή της ΤτΕ, ισχύει ιδίως για την αμερικανική οικονομία (όπου η κρίση είναι σοβαρή στον τομέα των κατοικιών και επηρεάζει αισθητά και τους άλλους τομείς). Προέβη επίσης στην εκτίμηση ότι τυχόν παράταση ή ένταση της οικονομικής επιβράδυνσης στις ΗΠΑ θα μπορούσε να επηρεάσει και τη ζώνη του ευρώ και, μέσω αυτής, την ελληνική οικονομία.
O κ. Προβόπουλος διευκρίνισε ότι με τον όρο «αβεβαιότητα» εννοεί το ενδεχόμενο προς τα κάτω αποκλίσεων από τις προβλέψεις που έχουν γίνει μέχρι πρόσφατα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτές των διεθνών οργανισμών, οι ρυθμοί ανόδου της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας επιβραδύνονται, αλλά η άνοδος γενικά συνεχίζεται, αν και σε πολύ λίγες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ καταγράφηκε στασιμότητα ή μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το πρώτο ή το δεύτερο τρίμηνο του 2008.
Στο 3,4% - 3,5% ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις, που όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι θα αναθεωρηθούν κάπως προς τα κάτω στη διάρκεια του επόμενου διμήνου, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν θετικοί το 2008 και θα είναι της τάξεως του 1,7-1,8% στη ζώνη του ευρώ και του 3,4%-3,5% στην Ελλάδα. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως δήλωσε ο κ. Προβόπουλος, την άνοδο της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας εξακολουθούν να στηρίζουν τόσο οι εξαγωγές όσο και η εγχώρια ζήτηση, αλλά λιγότερο από ό,τι το 2007. Το σημαντικό πάντως είναι ότι, παρά τους κραδασμούς των τελευταίων δώδεκα μηνών, τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα (economic fundamentals) στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο παραμένουν υγιή.
Όσο για τη χώρα μας, ειδικότερα, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε πως το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον επιβάλλει όχι μόνο να μην χαλαρώσουν αλλά αντίθετα να ενταθούν οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών αδυναμιών, οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως σε μεγέθη όπως είναι:
- το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,
- το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ),
- ο πληθωρισμός που είναι σταθερά ψηλότερος από ό,τι στο σύνολο ευρωζώνης και
- το ποσοστό ανεργίας, που παρά τη μείωσή του παραμένει σχετικά μεγάλο.
«Τεράστια πρόκληση» η άνοδος των τιμών πετρελαίου και τροφίμων
Όπως είπε ο κ. Προβόπουλος, στις πιστωτικής προέλευσης μακροοικονομικές αβεβαιότητες προστίθενται και εκείνες που πηγάζουν από το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών και των τροφίμων.
Τόνισε ακόμη ότι τα σφάλματα που διαπράχθηκαν την εποχή που βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τα περιστατικά των δύο πρώτων πετρελαϊκών κρίσεων (δηλαδή η χαλάρωση, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, της δημοσιονομικής, της νομισματικής και της εισοδηματικής πολιτικής), δεν πρέπει να επαναληφθούν.
Ο διοικητής της ΤτΕ υπενθύμισε ότι ο πληθωρισμός είχε ξεπεράσει το 33% στις αρχές του 1974 και παρέμεινε διψήφιος στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν (έως το 1994). Το δημοσιονομικό έλλειμμα έφθασε και αυτό σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ τα χρέη, που συνέχισαν έκτοτε να σωρεύονται, θα χρειαστεί ακόμη πολύς καιρός για να εξοφληθούν. Τα επιτόκια των χορηγήσεων, τα οποία στην εποχή της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης ήταν διοικητικώς καθοριζόμενα, εκτοξεύθηκαν στην περίοδο της σταδιακής απελευθέρωσής τους (1984-1993) και άγγιξαν το 30% (συγκεκριμένα, τα επιτόκια των βραχυπρόθεσμων χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις κυμάνθηκαν μεταξύ 27,5% και 29,5% στο διάστημα 1990-1994).
Απαραίτητη η ανακούφιση των ευάλωτων στρωμάτων
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, απαραίτητο σε πρώτη φάση είναι να ανακουφιστούν από τις επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Στην Ελλάδα, αυτό πρέπει και μπορεί να γίνει με στοχευμένες παρεμβάσεις και με τρόπους που δεν θα θέσουν εκτός τροχιάς τις δημοσιονομικές προοπτικές. Παράλληλα, πρόσθεσε ο κ. Προβόπουλος, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι μη ανακτήσιμες απώλειες αγοραστικής δύναμης, τις οποίες συνεπάγεται η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου και των άλλων βασικών εμπορευμάτων, μπορούν – σε βάθος χρόνου – να αναπληρωθούν πραγματικά μόνο με παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες, κυρίως των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων, οι οποίες θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τις δυνάμεις του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές.
Βεβαίως, συνέχισε ο διοικητής της ΤτΕ, εκτός από τους διαρθρωτικούς παράγοντες που προσδιορίζουν τις προοπτικές ανόδου της παραγωγικότητας και των πραγματικών εισοδημάτων, κρίσιμη σημασία και ουσιαστική συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή έχει η διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας τιμών μεσοπρόθεσμα. Αυτός ακριβώς είναι ο πρωταρχικός σκοπός της νομισματικής πολιτικής που ασκεί η ΕΚΤ, όπως επιβάλλει το Καταστατικό της: η επίτευξη και διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα.
Η νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη
Σε μια οικονομική συγκυρία όπως η τωρινή, η μόνη αποτελεσματική συμβολή της νομισματικής πολιτικής στην υπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης είναι η σταθερή προσήλωσή της στο στόχο της σταθερότητας τιμών μεσοπρόθεσμα, τόνισε ο κ. Προβόπουλος. Διευκρίνισε παράλληλα ότι η νομισματική πολιτική δεν έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει ή να αντισταθμίσει τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του πληθωρισμού γύρω από τη μεσοπρόθεσμη τάση του, οι οποίες οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες όπως οι διεθνείς τιμές πετρελαίου και βασικών εμπορευμάτων.
Διττός ο σκοπός της αύξησης των επιτοκίων
Όπως είπε ο κ. Προβόπουλος, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε την πρόσφατη αύξηση επιτοκίων με διττό σκοπό:
Πρώτον, να αποτρέψει την εκδήλωση δευτερογενών πληθωριστικών επιδράσεων του τύπου που σας ανέφερα.
- Και δεύτερον, να αντισταθμίσει τους ορατά αυξανόμενους κινδύνους επιτάχυνσης του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, οι οποίοι διαφαίνονται από τα εξής δεδομένα (συνοπτικά):
Από το φθινόπωρο πέρυσι μέχρι και τον Ιούνιο εφέτος, ο ρυθμός πληθωρισμού αυξήθηκε σημαντικά. Και τα στοιχεία του Ιουνίου έδειχναν πλέον καθαρά ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο θα υπερβαίνει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αναμενόταν αρχικά.
Επιπλέον, οι συνεχιζόμενοι υψηλοί ρυθμοί νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης και η μέχρι στιγμής απουσία σοβαρών εμποδίων στην προσφορά τραπεζικών δανείων (σε ένα περιβάλλον συνεχιζόμενων εντάσεων στις πιστωτικές αγορές) επιβεβαίωναν ότι υπήρχε κίνδυνος ο πληθωρισμός να υπερβεί μεσοπρόθεσμα το επίπεδο που είναι συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών.
Ταυτόχρονα, αν και εκτιμάται ότι συνολικά στο πρώτο εξάμηνο υπήρξε επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ (παρά τα ικανοποιητικά στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο που αντανακλούσαν συγκυριακές αιτίες), τα θεμελιώδη μακροοικονομικά δεδομένα παραμένουν υγιή.
Όπως είπε ο κ. Προβόπουλος, τις πρώτες μέρες μετά την πρόσφατη αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ, οι ενδείξεις από τις πιστωτικές αγορές ήταν ότι η ανοδική τάση των πληθωριστικών προσδοκιών ανακόπηκε. Και οι ενδείξεις της περασμένης εβδομάδας ήταν ότι έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
«Όχι» στον εφησυχασμό
Αυτά είναι ενθαρρυντικά σημάδια, δήλωσε ο κ. Προβόπουλος, τα οποία ωστόσο δεν πρέπει να οδηγήσουν σε εφησυχασμό. «Διότι οι καταγεγραμμένοι ρυθμοί πληθωρισμού 4% στη ζώνη του ευρώ και 4.9% στην Ελλάδα είναι ανησυχητικοί. Όπως δείχνουν οι σχετικές πρόσφατες δημοσκοπήσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι πολίτες δηλώνουν ότι ο πληθωρισμός είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που τους ανησυχεί».
Τέλος, ο κ. Προβόπουλος διαβεβαίωσε ότι και στη συνέχεια, όπως μέχρι σήμερα, η ΕΚΤ θα ανταποκρίνεται πάντα με ετοιμότητα στο πρωταρχικό καθήκον και τη θεσμική υποχρέωση που της εμπιστεύθηκαν τα 320 εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών. «Θα συνεχίσει δηλαδή να κάνει πάντα ό,τι είναι αναγκαίο, προκειμένου να παγιώνονται σε αρκούντως χαμηλά επίπεδα οι πληθωριστικές προσδοκίες και να διασφαλίζεται η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα».