Με επιτυχία συμπληρώθηκαν δύο χρόνια λειτουργίας της ΗΔΑΤ (Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων), αποφέροντας σημαντικά οφέλη τόσο για τους συμμετέχοντες στην αγορά όσο και για το ελληνικό δημόσιο, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η αγορά, επηρεάσθηκε από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες που είχαν σχέση με τις μακροοικονομικές εξελίξεις, αλλά και από θεσμικές αλλαγές στη λειτουργία της εγχώριας αγοράς, οι οποίες επέδρασαν στην ανάπτυξή της. Επίσης, καθοριστικό ρόλο είχε η επικείμενη ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για σημαντικά κέρδη για τους επενδυτές, καθώς η μεγάλη διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και των αντίστοιχων της ευρωζώνης σταδιακά μειωνόταν κατά τη διάρκεια του 2000.
Σημαντική άνοδο κατέγραψαν οι τιμές των ομολόγων το 2000 σε όλες τις διάρκειες, με παράλληλη αύξηση της αξίας των συναλλαγών που ανήλθε σε 43.349 δισ. δρχ. (127 δισ. ευρώ) το 2000 έναντι 28.268 δισ. δρχ. (85,57 δισ. ευρώ) το 1999. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο και ιδιαίτερα το Δεκέμβριο (6.478 δισ. δρχ. ή 19 δισ. ευρώ).
Η προοπτική ένταξης της χώρας μας στην ευρωζώνη, προσέλκυσε σημαντικά κεφάλαια ξένων επενδυτικών οίκων, ασφαλιστικών ταμείων και τραπεζών, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η ρευστότητα της αγοράς. Η αύξηση αυτή αντικατοπτρίσθηκε επίσης στη μείωση του περιθωρίου μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης (bid/ask spread) σε 10 μονάδες βάσης (bps) από 1/1/2001 έναντι 25 bps ένα χρόνο πριν.
Καθοριστικό παράγοντα στην αύξηση της αξίας των συναλλαγών, αλλά και των τιμών, αποτέλεσε η ένταξη από τη JP Morgan του Greek Government Bond Index στον Govenment Bond Index Broad, κατατάσσοντας την εγχώρια αγορά ομολόγων στην κατηγορία των αγορών μειωμένου επενδυτικού κινδύνου, προσελκύοντας σημαντικά κεφάλαια.
Οι παραπάνω εξελίξεις στην αγορά έδωσαν τη δυνατότητα αφ΄ενός να χρηματοδοτηθούν οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου σε εγχώριο νόμισμα, με αντίστοιχο περιορισμό του δανεισμού του σε συνάλλαγμα, και αφ΄ετέρου να μειωθεί το κόστος δανεισμού κατά δεκάδες δισ. δρχ.
Επιπλέον, η επιτυχής έκδοση 20ετούς ομολόγου, τον Φεβρουάριο, επιμήκυνε το χρόνο αποπληρωμής του δημοσίου χρέους σε 8,6 έτη από 6,05 το 1999 και 4,55 το 1998.
Σημαντικά κέρδη απεκόμισαν από την άνοδο της αγοράς και οι παλαιοί κάτοχοι τίτλων του δημοσίου. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και η σταδιακή μείωση των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να εναρμονισθούν με τα αντίστοιχα στην ευρωζώνη.
Κατά την έναρξη διαπραγμάτευσης (19/5/2000) του 10ετούς αντιπροσωπευτικού ομολόγου (τελευταία έκδοση) η τιμή του ήταν 97,85 (απόδοση 6,30%) έναντι 103,85 (απόδοση 5,46%) στις 29/12/2000 καταγράφοντας κέρδη 600 bps. Η αντίστοιχη άνοδος για το 20ετές της τελευταίας έκδοσης (2/2/2000), από 98,40 (απόδοση 6,64%) σε 105,58 (απόδοση 5,99%), ήταν 718 bps.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου μειώθηκε σημαντικά σε 5,46% τον Δεκέμβριο του 2000 έναντι 6,45% τον αντίστοιχο μήνα του 1999, που σχεδόν κατά το ήμισυ οφείλεται στη μείωση των αποδόσεων των ευρωπαϊκών (και αμερικανικών) ομολόγων και κατά το ήμισυ στην ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), με αποτέλεσμα να μειωθεί και η διαφορά της απόδοσής του με το αντίστοιχο γερμανικό σε 60 bps από 114 bps στην ίδια περίοδο.
Σημαντικά, στην πορεία της αγοράς, συνέβαλε η απόφαση να επιτραπεί σε ξένες τράπεζες να διαπραγματεύονται απ΄ευθείας από το εξωτερικό στην ΗΔΑΤ. Μετά από την απόφαση αυτή διευρύνθηκε η συμμετοχή των ξένων τραπεζών στην τελευταία, με τη μέθοδο της πρόσβασης από απόσταση (remote access) από τα γραφεία τους, κυρίως Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς από το Λονδίνο.
Οι προβλέψεις για υψηλότερες αποδόσεις το νέο έτος από τους ξένους επενδυτές αντανακλώνται στον μεγάλο αριθμό αιτημάτων ξένων τραπεζών για την απόκτηση της ιδιότητας του Βασικού Διαπραγματευτή Αγοράς (Primary Dealer) στην Ελλάδα, εκ των οποίων επελέγησαν 10 ξένες και πέντε ελληνικές τράπεζες.
Τα πρώτα στοιχεία στοιχεία του 2001 παρουσιάζουν σημαντική αύξηση και επιβεβαιώνουν το ενδιαφέρον των επενδυτών για τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα.
Η μείωση των επιτοκίων καταθέσεων και δεδομένου ότι τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να εξοφλούν υψηλά τοκομερίδια μέχρι τη λήξη τους, αναμένεται να ωθήσουν το ευρύτερο επενδυτικό κοινό να στραφεί προς αυτά, προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλές αποδόσεις από τις οικονομίες του.
Παρά τη σημαντική άνοδο που κατέγραψαν οι τιμές των εγχώριων ομολόγων το περασμένο έτος, οι αποδόσεις τους παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από τις αντίστοιχες των υπόλοιπων χωρών-μελών της ΟΝΕ.
Μελλοντική αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους ξένους χρηματο-οικονομικούς οίκους, αναμένεται να επιφέρει νέα σημαντικά οφέλη στους επενδυτές.