Τα υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης σχετίζονται με τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των ανδρών σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επενδύσεις τους.
Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Evolution and Human Behavior".
Τα υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης σχετίζονται με τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των ανδρών σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επενδύσεις τους.
Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από νέα έρευνα που επιχειρεί να ρίξει φως στην εξελικτική λειτουργία και τη βιολογική καταγωγή ενός ανθρώπινου χαρακτηριστικού: της ανάληψης ρίσκου.
Η έρευνα έγινε από την ¶ννα Ντρέμπερ, του πανεπιστημίου Χάρβαρντ και της Σχολής Οικονομικών της Στοκχόλμης, και την Κόρεν Απικέλα, του Τμήματος Ανθρωπολογίας του Χάρβαρντ και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Evolution and Human Behavior" (Εξέλιξη και Ανθρώπινη Συμπεριφορά).
Η έρευνα φωτίζει καλύτερα τα κίνητρα για την ανάληψη οικονομικού ρίσκου, που αποτελεί κεντρικό στοιχείο στην οικονομική θεωρία και πρακτική.
Αν και οι προτιμήσεις των ανθρώπων για περισσότερο ή λιγότερο κίνδυνο είναι καθοριστικές, «κανείς δεν ξέρει γιατί διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών, γιατί μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου ή τι είναι αυτό που κάνει τους άνδρες να παίζουν περισσότερο στις χρηματοοικονομικές αγορές», δήλωσε η Ντρέμπερ.
Προηγούμενες έρευνες, σύμφωνα με την ηλεκτρονική υπηρεσία Science Daily, έχουν δείξει ότι κατά μέσο όρο οι άνδρες είναι πιο πρόθυμοι, σε σχέση με τις γυναίκες, να αναλάβουν ρίσκα, ενώ μια άλλη μελέτη έχει διαπιστώσει ότι οι χρηματιστές πραγματοποιούν μεγαλύτερα κέρδη τις μέρες που η τεστοστερόνη τους είναι πάνω από το μέσο όρο.
Η νέα έρευνα είναι η πρώτη που εξέτασε άμεσα τη σχέση ανάμεσα στη συγκεκριμένη ορμόνη και την ανάληψη επενδυτικού-οικονομικού ρίσκου. Διαπίστωσε ότι ένας άνδρας με τεστοστερόνη πάνω από το μέσο όρο επενδύει 12% μεγαλύτερα ποσά σε ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε σχέση με τον άνδρα που η τεστοστερόνη του βρίσκεται στο μέσο όρο.
Επίσης, ένας άνδρας με αρρενωπό πρόσωπο (που σχετίζεται με το ύψος της τεστοστερόνης στην εφηβεία) πάνω από το μέσο όρο επενδύει περισσότερο από 6% σε σχέση με το μέσο άνδρα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ