Δέκα χρόνια στο «μικροσκόπιο» των ελεγκτικών αρχών θα βρίσκονται οι «ύποπτοι» για τέλεση εγκλημάτων φοροδιαφυγής, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή θα είναι «ανοιχτοί» σε έλεγχο από την εφορία και στην επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων. Επισημαίνεται ότι έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία, ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Τα συγκεκριμένα μάλιστα εγκλήματα τιμωρούνται και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ανεξαρτήτως της αναγραφόμενης αξίας συναλλαγής.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Δέκα χρόνια στο «μικροσκόπιο» των ελεγκτικών αρχών θα βρίσκονται οι «ύποπτοι» για τέλεση εγκλημάτων φοροδιαφυγής, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή θα είναι «ανοιχτοί» σε έλεγχο από την εφορία και στην επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων.
Επισημαίνεται ότι έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία, ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Τα συγκεκριμένα μάλιστα εγκλήματα τιμωρούνται και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ανεξαρτήτως της αναγραφόμενης αξίας συναλλαγής.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως όπως εμφανίζεται με τον φερόμενο ως εκδότη του φορολογικού στοιχείου, η φορολογική αρχή βαρύνεται κατ’ αρχήν με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας.
Προς τούτο αρκεί, κατ’ αρχήν, όπως διευκρινίζεται και σε σχετική απόφαση (υπ’ αριθμ. 1382/7.10.2022) της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, να αποδείξει ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι πρόσωπο φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή, πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή.
Στην περίπτωση δε αυτή ο λήπτης βαρύνεται πλέον να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά τον χρόνο της, ότι δηλαδή είχε ελέγξει τα στοιχεία του αντισυμβαλλόμενού του εκδότη των φορολογικών στοιχείων, είτε ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι πρόσωπο φορολογικώς μεν υπαρκτό, αλλά συναλλακτικώς ανύπαρκτο, ή ότι, εν όψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από τη συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσεως του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή, οπότε όμως και πάλι, ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής.
Εφόσον η φορολογική αρχή αποδείξει ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι μεν πρόσωπο φορολογικώς υπαρκτό, αλλά εν όψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων ή της υλικοτεχνικής υποδομής της επιχειρήσεώς του και του προσωπικού που απασχολεί, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή, το βάρος αποδείξεως της αληθείας της συναλλαγής φέρει ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου. Εξάλλου, δεν απαιτείται απόδειξη, και δη άμεση της εικονικότητας, αλλά η απόδειξη αυτή μπορεί να προκύψει και από δικαστικό τεκμήριο.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί, σύμφωνα και με την ισχύουσα νομοθεσία, ότι το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τη φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, η φορολογική διοίκηση.
Ωστόσο, αυτό δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός των θεμελιωδών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής. Άλλωστε η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και τον βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη διοίκηση.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό η τέλεση φορολογικής παράβασης και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις, δηλαδή «τεκμήρια», όπως από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, εν όψει των συνθηκών εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στον συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η φορολογική διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου. Μάλιστα, υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στον φορολογούμενο σημείωμα διαπιστώσεων με τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου και τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ο οποίος πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένος.
Από την πλευρά του ο φορολογούμενος μπορεί να ζητά να λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίζεται ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου, ενώ έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης γνωστοποίησης.
Μετά τις ανωτέρω ενέργειες η φορολογική διοίκηση εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των απόψεων του φορολογούμενου.