Στην υλοποίηση επενδύσεων που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους προσβλέπουν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με βασική πηγή χρηματοδότησης τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Στην υλοποίηση επενδύσεων που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους προσβλέπουν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με βασική πηγή χρηματοδότησης τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Την ίδια στιγμή, πάντως, οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πολύ μικρών, φέρονται να έχουν τεταμένες τις κεραίες τους για την αναζήτηση και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων που θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά με τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, καθιστώντας την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων τους πιο εφικτή. Τα χρηματοδοτικά αυτά εργαλεία προφανώς δεν είναι άλλα από τα προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ που αναμένεται να ενεργοποιηθούν άμεσα, τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους που θα χορηγηθούν από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και τις συνεργαζόμενες εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες, καθώς και τα προγράμματα-καθεστώτα του νέου αναπτυξιακού νόμου.Για όσες επιχειρήσεις, μάλιστα, επιλέξουν ως ενίσχυση για τα επενδυτικά τους σχέδια τα καθεστώτα του νέου αναπτυξιακού υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τη σύζευξή τους με το σκέλος των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Δηλαδή, μπορούν να λάβουν και δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, ώστε να καλύψουν μέρος της ιδιωτικής συμμετοχής.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΤΕ, που διενεργήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι επιχειρήσεις που σκοπεύουν να προχωρήσουν σε έστω μία επένδυση την ερχόμενη πενταετία αντιστοιχούν στο 86% του τομέα ΜμΕ (ποσοστό κατά 10% υψηλότερο συγκριτικά με τις ΜμΕ που προχώρησαν σε επενδύσεις την προηγούμενη πενταετία). Ο καθοριστικός ρόλος του Ταμείου, μάλιστα, αναδεικνύεται από το γεγονός ότι περίπου το 1/5 των επιχειρήσεων που σκοπεύουν να επενδύσουν (15% του τομέα) έλαβε αυτή την απόφαση ακριβώς επειδή οι πόροι του καθιστούν τις επενδύσεις αυτές εφικτές, ενώ ένα επιπλέον 32% του τομέα διευκολύνεται από το ενδεχόμενο να ενταχθεί στις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης (ενώ θα επεδίωκε να επενδύσει και χωρίς την ύπαρξή του).Πέραν από το ποσοστό του τομέα που κινητοποιούν, οι δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης διευκολύνουν τον σχεδιασμό συγκριτικά μεγαλύτερων επενδύσεων. Έτσι, λοιπόν, οι ΜμΕ που δηλώνουν πως οι επενδύσεις τους θα συνδυαστούν με δράσεις του Ταμείου σχεδιάζουν κατά μέσο όρο 3% υψηλότερες επενδύσεις (ως ποσοστό του κύκλου εργασιών τους). Εξετάζοντας τα σχετικά μεγέθη επενδύσεων ανά μέγεθος επιχειρήσεων, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις ωφελούνται ιδιαίτερα καθώς μέσω των δράσεων του Ταμείου σχεδιάζουν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις κατά μέσο όρο 8% μεγαλύτερες από τις επενδύσεις που δεν θα ενταχθούν σε δράσεις του Ταμείου (έναντι 2% για τις μεσαίες και καμίας διαφοράς για τις μικρές επιχειρήσεις).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη πληθώρας επιλογών χρηματοδότησης έχει κινητοποιήσει σημαντικό μέρος του τομέα που δεν έχει προηγούμενη εμπειρία από σχετικά επενδυτικά προγράμματα. Συγκεκριμένα, το 29% των ΜμΕ σκοπεύει να ενταχθεί για πρώτη φορά σε δράσεις ΕΣΠΑ, αναπτυξιακού νόμου ή λοιπών προγραμμάτων, με το ποσοστό για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να είναι συγκριτικά μεγαλύτερο (34% των πολύ μικρών έναντι 24% των μεσαίων).
Τα παραπάνω αποδεικνύουν πως παρά το ρευστό οικονομικό περιβάλλον, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται αποφασισμένες να επενδύσουν στην επόμενη μέρα, αξιοποιώντας όλο το φάσμα διαθέσιμων πόρων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας αναφορικά με την επεξεργασία των επενδυτικών σχεδίων των ΜμΕ, το 25% των επιχειρήσεων που σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης δηλώνει πως έχει πλέον ώριμα επενδυτικά πλάνα (από 1% το προηγούμενο εξάμηνο), εκτιμώμενης αξίας 3,7 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα σχέδια (με τις συνολικές επενδύσεις να εκτιμάται ότι θα μπορούσαν δυνητικά να προσεγγίσουν τα 14 δισ. ευρώ), το 20% του τομέα βρίσκεται σε στάδιο κατάρτισης των επενδυτικών του πλάνων (έναντι 17% το προηγούμενο εξάμηνο), ενώ το υπόλοιπο 55% του τομέα βρίσκεται ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο (αξιολογώντας τις εναλλακτικές του), αυξάνοντας την αβεβαιότητα υλοποίησης των συγκεκριμένων σχεδίων.
Με την πλειονότητα των επιχειρήσεων του τομέα να έχει επενδυτικά σχέδια σε αρχικό ακόμη στάδιο, πρέπει να τονιστεί η ανάγκη επιτάχυνσης κατάρτισης και έγκρισης των επενδύσεων, αφού στον περιορισμένο χρονικό ορίζοντα των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (ως το 2026) πλέον προστίθεται και ο κύκλος αυξήσεων των επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ, που αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων χρηματοδότησης και άρα στο κόστος των επενδύσεων.
Στις επιμέρους κατηγορίες επιλέξιμων επενδυτικών σχεδίων, θετικά ξεχωρίζουν οι επενδύσεις καινοτομίας, με το 25% των επενδυτικών σχεδίων να είναι ώριμα (έναντι 20% κατά μέσο όρο στις λοιπές κατηγορίες). Αντίθετα, σχετική υστέρηση (15% ώριμα σχέδια) παρουσιάζουν οι πράσινες επενδύσεις, οι οποίες είναι και αυξημένης κρισιμότητας στην τρέχουσα συγκυρία. Εν μέρει αυτό οφείλεται σε αυξημένη πολυπλοκότητα των πράσινων επενδύσεων (π.χ. διαθεσιμότητα υποδομών δικτύου για εγκατάσταση net metering), ενώ παράλληλα το αυξημένο κόστος κατασκευών (+12% έναντι του 2021) δρα ανασταλτικά στη δημιουργία νέων πράσινων εγκαταστάσεων.
Αν και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να αποτελέσουν βασικό επενδυτικό εργαλείο τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΤΕ, έντονη είναι η επιθυμία των ΜμΕ να τα συνδυάσουν με άλλα επενδυτικά εργαλεία όπως το ΕΣΠΑ ή τον αναπτυξιακό νόμο. Ειδικότερα, από τις ΜμΕ που φανερώνουν ενδιαφέρον για το Ταμείο Ανάκαμψης (47% των ΜμΕ), το 50% επιθυμεί να το συνδυάσει με κάποιο άλλο εργαλείο.
Παράλληλα, ένα επιπλέον 13% του τομέα δείχνει προτίμηση αποκλειστικά σε άλλα εργαλεία, αυξάνοντας έτσι το συνολικό ενδιαφέρον για επενδυτική στήριξη στο 60% του τομέα (ενώ ένα επιπλέον 26% σχεδιάζει επενδύσεις χωρίς τη χρήση κάποιου προγράμματος).
Εμβαθύνοντας στην παραπάνω ανάλυση ανά μέγεθος διαπιστώνεται ότι οι μεσαίες επιχειρήσεις στοχεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης (67% του τομέα, έναντι 53% των πολύ μικρών) και μάλιστα το επιπλέον ενδιαφέρον αφορά επιχειρήσεις που επιλέγουν αποκλειστικά το Ταμείο Ανάκαμψης (31% των μεσαίων έναντι 13% των πολύ μικρών) έναντι κάποιου συνδυασμού.
Η επιθυμία για συνδυασμό δράσεων αντικατοπτρίζεται και στο μίγμα χρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης που οι ΜμΕ προκρίνουν ανά τύπο επένδυσης. Έτσι, λοιπόν, σε επενδύσεις που στοχεύουν σε δημιουργία συνεργασιών, πράσινη ανάπτυξη ή αύξηση μεγέθους, η πλειονότητα επιθυμεί να συνδυάσει το δάνειο του Ταμείου Ανάκαμψης με κάποια επιδότηση (60% των ΜμΕ κατά μέσο όρο). Τα ποσοστά είναι χαμηλότερα (40% των ΜμΕ κατά μέσο όρο) στις κατηγορίες εξωστρέφειας, καινοτομίας και ψηφιακού μετασχηματισμού, όπου υπάρχουν συγκριτικά περισσότερες επιλογές προγραμμάτων επιδοτήσεων (π.χ. πρόγραμμα «Ψηφιακός μετασχηματισμός ΜμΕ»).
Παρά το ιδιαίτερα έντονο ενδιαφέρον από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, στη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας διαπιστώνεται μια διαφοροποιημένη εικόνα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο όσον αφορά την κινητοποίηση των ΜμΕ ανάλογα με το μέγεθός τους.
Ειδικότερα, τα ποσοστά για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις παρουσιάζονται μειωμένα ως αντίδραση στην τρέχουσα συγκυρία, η οποία στον αντίποδα δεν φαίνεται να επηρεάζει επιχειρήσεις μεγαλύτερων μεγεθών.
Πιο αναλυτικά:
- Πολύ μικρές επιχειρήσεις: Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων που σκοπεύουν να αξιοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης διαμορφώθηκε στο 36% (έναντι 45% το προηγούμενο εξάμηνο), ενώ μειωμένο είναι και το εκτιμώμενο ποσό επενδύσεων που τους αντιστοιχεί, το οποίο υπολογίζεται σε 3,7 δισ. ευρώ (έναντι 4,5 δισ. το προηγούμενο εξάμηνο), με το 65% αυτών να αφορά σχέδια τα οποία είναι ακόμα σε αρχικό στάδιο.
- Μικρές επιχειρήσεις: Σταθερό είναι το ποσοστό μικρών επιχειρήσεων που σκοπεύουν να κάνουν χρήση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (49%), ενώ αυξημένο είναι το συνολικό ποσό των επενδύσεων, το οποίο εκτιμάται στα 5 δισ. ευρώ έναντι 4,7 δισ. το προηγούμενο εξάμηνο, με τα μισά από αυτά ωστόσο να αντιστοιχούν σε επενδυτικά σχέδια αρχικού σταδίου.
- Μεσαίες επιχειρήσεις: Το ποσοστό των μεσαίων επιχειρήσεων που σκοπεύουν να κάνουν χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης διαμορφώθηκε στο 55% έναντι 51% το προηγούμενο εξάμηνο, ενώ αυξημένο είναι και το εκτιμώμενο ποσό των επενδυτικών τους σχεδίων, το οποίο ανέρχεται στα 5,6 δισ. ευρώ έναντι 5 δισ. το προηγούμενο εξάμηνο, με το 39% αυτών ωστόσο να αντιστοιχεί σε επενδυτικά πλάνα αρχικού σταδίου.
Διαφοροποιημένη, επίσης, είναι η εικόνα και σε επίπεδο κλάδων, με αυτόν της βιομηχανίας να αντιδρά εντονότερα στη συγκυρία σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους που κατέγραψαν ηπιότερες μεταβολές ως προς την πρόθεσή τους να αξιοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης. Εντονότερες μεταβολές, ωστόσο, καταγράφονται στο εκτιμώμενο ύψος επενδύσεων κατά κλάδο.
Αναλυτικότερα:
- Βιομηχανία: Το ποσοστό των βιομηχανικών ΜμΕ που σκοπεύει να κάνει χρήση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης διαμορφώθηκε στο 45% του τομέα έναντι 52% το προηγούμενο εξάμηνο, ωστόσο το ύψος των εκτιμώμενων επενδύσεων φτάνει τα 3,3 δισ. ευρώ έναντι 1,7 δισ. το προηγούμενο εξάμηνο.
- Εμπόριο: Σχετικά σταθερό έχει μείνει το ποσοστό των εμπορικών επιχειρήσεων που σκοπεύει να κάνει χρήση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (44% έναντι 45% το προηγούμενο εξάμηνο), καταγράφοντας ωστόσο σημαντική μείωση στο ύψος των συνολικών επενδύσεων που προγραμματίζουν, το οποίo διαμορφώθηκε στα 3,3 δισ. ευρώ έναντι 6,1 δισ. το προηγούμενο εξάμηνο.
- Υπηρεσίες: Σχετικά σταθερό είναι και το ποσοστό των επιχειρήσεων που σκοπεύουν να αξιοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης στον κλάδο των Υπηρεσιών (52%). Μείωση, ωστόσο, καταγράφεται στο εκτιμώμενο ύψος των επενδύσεων που προγραμματίζουν, το οποίο μειώθηκε σε 3,9 δισ. ευρώ από 5,3 δισ. στο προηγούμενο εξάμηνο.
- Κατασκευές: Τέλος, στον κλάδο των Κατασκευών το ποσοστό των επιχειρήσεων που σκοπεύει να κάνει χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης διαμορφώθηκε στο 52% έναντι 54% το προηγούμενο εξάμηνο. Το εκτιμώμενο, ωστόσο, συνολικό ύψος των επενδύσεων κατέγραψε αύξηση και διαμορφώθηκε στα 3,8 δισ. ευρώ έναντι 1,1 δισ. ευρώ το προηγούμενο εξάμηνο.