Το 1941, βλέποντας την προέλαση του γερμανικού στρατού στη Μόσχα, ο μεγάλος Μπόρις Πάστερνακ έγραφε: «Νιώθουμε το φθινόπωρο να προχωρά με τον ρυθμό της καταστροφής». Περίπου 81 χρόνια αργότερα, η Ευρώπη αλλά και όλος ο κόσμος, αντιμετωπίζει μια κατάσταση παρόμοια, αλλά από την ανάποδη: Ενα συναίσθημα επικείμενης καταστροφής επικρέμεται, ιδιαίτερα πάνω από την Ευρώπη, καθώς ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν φαντάζει πλέον και τόσο αδύνατος: Η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε ένα περίπλοκο και επικίνδυνο βάθος.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Το 1941, βλέποντας την προέλαση του γερμανικού στρατού στη Μόσχα, ο μεγάλος Μπόρις Πάστερνακ έγραφε: «Νιώθουμε το φθινόπωρο να προχωρά με τον ρυθμό της καταστροφής».
Περίπου 81 χρόνια αργότερα, η Ευρώπη αλλά και όλος ο κόσμος, αντιμετωπίζει μια κατάσταση παρόμοια, αλλά από την ανάποδη: Ενα συναίσθημα επικείμενης καταστροφής επικρέμεται, ιδιαίτερα πάνω από την Ευρώπη, καθώς ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν φαντάζει πλέον και τόσο αδύνατος: Η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε ένα περίπλοκο και επικίνδυνο βάθος. Από το Βορρά μέχρι το Νότο, η κρίση είναι παντού. Δεν υπάρχει γωνιά του κόσμου που να μην περνάει δυσκολίες και προβλήματα. Δυσκολίες που συνδέονται με τις υψηλές τιμές, μη διαθέσιμες πρώτες ύλες, ακριβή ενέργεια, ανεξέλεγκτη φτώχεια, αυξανόμενα κρατικά χρέη.
Ζούμε μια πολύ δύσκολη και επικίνδυνα ανησυχητική ιστορική στιγμή, στην οποία πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες συμπλέκονται, δημιουργώντας ένα πολύ επικίνδυνο δίκτυο αστάθειας. Χωρίς υπερβολή, βιώνουμε μια κρίση που είναι έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο προχωρούν σε ισχυρές παρεμβάσεις στα επιτόκια .Από την αρχή του 2022, οι 23 μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, αύξησαν το κόστος χρηματοδότησης πάνω από 90 φορές. Η Fed, η ΕΚΤ, η κεντρική τράπεζα της Νορβηγίας, της Ελβετίας (η οποία τελείωσε την εποχή των αρνητικών επιτοκίων), η Τράπεζα της Αγγλίας, αλλά και η Ινδονησία, η Ταϊβάν, οι Φιλιππίνες και η Νότια Αφρική έχουν επιλέξει μαζικές αυξήσεις επιτοκίων,για να αντιμετωπίσουν τις τάσεις του παγκόσμιου πληθωρισμού.
Τα χρηματιστήρια υποχωρούν απότομα, οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται και το δολάριο ενισχύεται συνεχώς, καθώς το μήνυμα της Federal Reserve δονεί την παγκόσμια οικονομία: η μάχη με τον πληθωρισμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολύ υψηλότερα βασικά επιτόκια -έως και 5% - και αναπότρεπτα, στην ύφεση.
Το sell-off την περασμένη Παρασκευή ήταν παγκόσμιο, σε μια εβδομάδα όπου η Fed αύξησε για τρίτη φορά τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης.
Οι ευρωπαϊκές αγορές υποχώρησαν περισσότερο, με τον «Φούτσι» και τον γερμανικό DAX να κλείνουν με απώλειες περίπου 2%, και τον γαλλικό CAC-40 με πτώση 2,3%.
Την ίδια ώρα, η ενεργειακή κρίση γίνεται ολοένα και πιο ακριβή,ειδικά για την Ευρώπη: Οι τιμές του φυσικού αερίου ανέκαμψαν ξανά πάνω από τα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα όταν ο Πούτιν ανακοίνωσε μερική επιστράτευση. Ο πόλεμος δεν φαίνεται να έχει ορατό τέλος και το ενεργειακό πρόβλημα για τη Γηραιά ήπειρο βρίσκεται υπερβολικά στο έλεος των γεγονότων της σύγκρουσης.
Ως αποτέλεσμα, τα κράτη πιθανότατα θα πρέπει να παρέμβουν για να βοηθήσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να αντέξουν τον χειμώνα που έρχεται. Αυτό σημαίνει οπμως αυξανόμενες κρατικές δαπάνες για τις κυβερνήσεις και πιθανώς δημοσιονομικούς εκτροχιασμούς.
“Οι υψηλές τιμές της ενέργειας πνίγουν επί του παρόντος την οικονομία», δήλωσε ο Τόμας Γκίτζελ επικεφαλής οικονομολόγος της VP Bank. «Οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου μόλις τώρα γίνονται πραγματικά εμφανείς και δύσκολα θα μπορούσαν να είναι πιο βάναυσες», προσθέτει.
Η ευρωζώνη υποφέρει πολύ περισσότερο από τις υψηλές τιμές ενέργειας από ό,τι οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, καθώς μέχρι στιγμής εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία για τον ενεργειακό εφοδιασμό.
Οι αδύναμοι δείκτες για την μεταποίηση (PMI)και τις υπηρεσίες στην Ευρώπη, μαζί με την προειδοποίηση της Τράπεζας της Αγγλίας την Πέμπτη ότι η χώρα είναι ήδη σε ύφεση, έκαναν ακόμη πιο μαύρα τα σύννεφα. Η νέα βρετανική κυβέρνηση της Λιζ Τρας ταρακούνησε επίσης τις αγορές την Παρασκευή με την ανακοίνωση του σχεδίου για σαρωτικές φορολογικές περικοπές και επενδυτικά κίνητρα για να βοηθήσει την οικονομία της. Ο φόβος μιας δυσανάλογης αύξησης του χρέους και μιας περαιτέρω ώθησης του πληθωρισμού, για παράδειγμα, οδήγησε τις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου σε ύφεση όταν η νέα κυβέρνηση Τρας παρουσίασε μέτρα κατά των υψηλών τιμών. Η ισορροπία μεταξύ οικονομικής στήριξης και ελέγχου του χρέους είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί από τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς.
«Ο πληθωρισμός δεν είναι αμερικανικό φαινόμενο, αλλά μια πρόκληση και για τις παγκόσμιες αγορές», δήλωσε ο Μαικλ Αρόουν,επικεφαλής στρατηγικός επενδύσεων στην State Street Global Advisors. «Είναι σαφές ότι η οικονομία επιβραδύνεται, αλλά ο πληθωρισμός αυξάνεται και η κεντρική τράπεζα είναι υποχρεωμένη να το αντιμετωπίσει».
Με άξονα την Ευρώπη, η ΕΚΤ αυξάνει επίσης τα επιτόκια, σε μια εποχή που η ΕΕ μαστίζεται από την ενεργειακή κρίση και απειλείται από τον πόλεμο στην αυλή της».
Το κλίμα στις αγορές επιδεινώθηκε καθώς η Fed προέβλεψε ότι θα μπορούσε να αυξήσει το βασικό επιτόκιό της στο υψηλό 4,6% μέχρι τις αρχές του 2023. Ωστόσο, οι αναλυτές στρατηγικής εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι ρευστό και αυτό το ποσοστό, μέχρι να ξεκαθαρίσει η πορεία του πληθωρισμού.
Ο Μαρκ Τσάντλερ, επικεφαλής στρατηγικής αγοράς στην Bannockburn Global Forex, πιστεύει ότι οι αγορές αρχίζουν να προεξοφλούν ένα υψηλότερο βασικό επιτόκιο για τη Fed, έως και 5%. «Θα έλεγα ότι οι δυνάμεις απελευθερώθηκαν από τη Fed ενθαρρύνοντας την αγορά να ανατιμήσει το τερματικό επιτόκιο. Αυτός ήταν σίγουρα ένας από τους παράγοντες που ενισχύουν αυτήν την αστάθεια».
Αλλά η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει ταυτόχρονα και προσπάθεια «εμψύχωσης» της οικονομίας, γιατί γενικά λαμβάνονται λιγότερα δάνεια για την αγορά πραγμάτων και ως εκ τούτου το σύστημα επιβραδύνεται και οι τιμές πέφτουν. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες όμως, αυτό σημαίνει ότι οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις γίνονται πιο κερδοφόρες κατά μέσο όρο, επειδή η επένδυση εκεί εγγυάται υψηλότερα επιτόκια. Οι αμερικανικοί τίτλοι αγοράζονται σε δολάρια και η εισροή ξένων κεφαλαίων αυξάνει την αξία τους.
Αντίθετα, στην Ευρώπη, οι επενδυτές, φοβισμένοι από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και τους φόβους μιας επερχόμενης ύφεσης, εγκαταλείπουν την Ευρώπη και τείνουν να αποθεματοποιούν σε δολάρια, γνωρίζοντας ότι είναι το ασφαλέστερο νόμισμα στον κόσμο.
Η ενίσχυση του δολαρίου επηρέασε και τις αγορές ενέργειας. Το πετρέλαιο αγοράζεται μόνο σε δολάρια και όσο ισχυρότερο είναι το δολάριο, τόσο περισσότερα ευρώ θα χρειαστούν για να αγοράσει η ΕΕ ένα βαρέλι πετρέλαιο. Στο παρελθόν, οι διακυμάνσεις στην τιμή του αργού πετρελαίου μετριάζονταν από την ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία. Για παράδειγμα, όταν το 2008 η τιμή του βαρελιού είχε φτάσει τα 144 δολάρια, με την ευνοϊκή ισοτιμία για το ευρώ, η τελική τιμή στην Ευρώπη ήταν μόλις 97 ευρώ. Σήμερα οι αυξήσεις δεν μετριάζονται πλέον από ένα ισχυρό ευρώ και έχουν άμεσο και επώδυνο αντίκτυπο σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά . Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι, για να αντισταθμίσει τις χαμηλότερες προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου, η ΕΕ έχει προβλέψει μεγαλύτερες εισαγωγές υγροποιημένου αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως και σε αυτήν την περίπτωση θα πληρώσει σε δολάρια.
Ο Αρόουν τονίζει ότι στην κρίση συμβάλουν και άλλοι παράγοντες,παγκοσμίως. «Η Κίνα μέσω της στρατηγικής της για τον μηδενικό Covid, έχει επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη», προσθέτει.
Σε όλο τον κόσμο, βλέπουμε να επιβραδύνονται οι οικονομίες, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δεσμεύονται να περιορίσουν τις υψηλές τιμές. Την ίδια ώρα μάλιστα που αυξάνουν τα επιτόκια, τερματίζουν τα προγράμματα αγοράς ομολόγων. «Μέχρι να έχουμε μια εικόνα όπου τα επιτόκια μειώνονται και ο πληθωρισμός αρχίζει να υποχωρεί, πρέπει να περιμένουμε περισσότερη αστάθεια στο μέλλον», λέει ο Αρόουν. Το σημείο προβληματισμού, ωστόσο, είναι το εξής: θα μπορέσει αυτή η μαζική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών να σταματήσει τον εξίσου τεράστιο πληθωρισμό πριν ξεσπάσει μια ύφεση; Η απάντηση είναι αβέβαιη. Όπως υπογραμμίζουν οι εμπειρογνώμονες του ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνούς Πολιτικής ISPI: « τα μέσα νομισματικής πολιτικής είναι από τη φύση τους αργά για να δώσουν γρήγορα αποτελέσματα». Εξετάζοντας τους ρυθμούς πληθωρισμού των ΗΠΑ τα τελευταία 100 χρόνια, χρειάζονταν κατά μέσο όρο 16 μήνες για μια αυστηρή νομισματική πολιτική για να επαναφέρει τα επίπεδα τιμών από το ανώτατο όριο στο 2%. Υπάρχει επομένως ο κίνδυνος οι επιπτώσεις αυτών των παρεμβάσεων να αποδειχθούν υπερβολικές εκ των υστέρων, όταν ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια οικονομική επιβράδυνση.
Όπως επισημαίνει το Ispi: «Οι κίνδυνοι είναι πολλοί: από την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών μέχρι την επιδείνωση της αγοράς εργασίας και κυρίως την ύφεση» . Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προβλέψεις ανάπτυξης για το επόμενο έτος πέφτουν με κάθε αύξηση των επιτοκίων…