Διπλή μάχη για μερίδια αγοράς, μεταξύ καυσίμων και προμηθευτών, εξελίσσεται στην ενεργειακή αγορά καθώς οι εταιρείες αξιοποιούν την πολιτική επιδοτήσεων της κυβέρνησης για να διαμορφώσουν την εμπορική τους πολιτική και να διευρύνουν το πελατολόγιό τους.
Διπλή μάχη για μερίδια αγοράς, μεταξύ καυσίμων και προμηθευτών, εξελίσσεται στην ενεργειακή αγορά καθώς οι εταιρείες αξιοποιούν την πολιτική επιδοτήσεων της κυβέρνησης για να διαμορφώσουν την εμπορική τους πολιτική και να διευρύνουν το πελατολόγιό τους.
Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, μετά την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και της εφαρμογής του συστήματος αναγγελίας των τιμολογίων ρεύματος που θα ισχύσουν τον επόμενο μήνα, προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας διαθέτουν στην αγορά χαμηλότερα τιμολόγια για τους νέους πελάτες σε σχέση με τους υφιστάμενους προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες. Η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει εξάλλου την δυνατότητα αλλαγής προμηθευτή χωρίς «πέναλτυ» για πρόωρη λήξη του συμβολαίου που διευκολύνει τη μετακίνηση των καταναλωτών από τον ένα προμηθευτή στον άλλο.
Το ερώτημα που απασχολεί τους καταναλωτές ενόψει της περιόδου θέρμανσης – τουλάχιστον όσους έχουν τη δυνατότητα εναλλαγής της πηγής θέρμανσης - είναι ποια επιλογή είναι η πιο συμφέρουσα: ρεύμα (κλιματιστικά ή άλλη συσκευή), φυσικό αέριο ή πετρέλαιο.
Ιστορικά, τα στοιχεία από την εταιρεία Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας (δεν απεικονίζουν προφανώς όλη την αγορά, αλλά μόνο τα τιμολόγια ρεύματος και φυσικού αερίου της ίδιας της εταιρείας ωστόσο είναι ενδεικτικά) δείχνουν ότι μέχρι το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης το φυσικό αέριο ήταν το πιο οικονομικό καύσιμο, για να περάσει από τα τέλη του 2021 σε υψηλότερη θέση από το πετρέλαιο θέρμανσης. Το ερώτημα τι συμφέρει για την περίοδο 2022 – 2023 εξαρτάται από την πρόβλεψη για την πορεία των τιμών, η οποία ειδικά αυτήν την περίοδο είναι αδύνατη.
Ωστόσο τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι στιγμής έχουν ως εξής:
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ