Όποιος θέλει να μάθει πώς πάει η γερμανική οικονομία, δεν έχει παρά να μετρήσει τους πελάτες στο ενεχυροδανειστήριο του Νίκολαους Μπόντε. Αν στο κατάστημά του στο Ζίγκμπουργκ έξω από τη Βόννη έρχονται ελάχιστοι πελάτες τότε η χώρα πάει καλά. Όταν όμως οι πελάτες κατακλύζουν το ενεχυροδανειστήριο, τότε όλα δείχνουν πως η Γερμανία βιώνει κρίση.
Όποιος θέλει να μάθει πώς πάει η γερμανική οικονομία, δεν έχει παρά να μετρήσει τους πελάτες στο ενεχυροδανειστήριο του Νίκολαους Μπόντε. Αν στο κατάστημά του στο Ζίγκμπουργκ έξω από τη Βόννη έρχονται ελάχιστοι πελάτες τότε η χώρα πάει καλά. Όταν όμως οι πελάτες κατακλύζουν το ενεχυροδανειστήριο, τότε όλα δείχνουν πως η Γερμανία βιώνει κρίση.
Αυτό το μήνα το ενεχυροδανειστήριο του Νίκολαους Μπόντε είναι γεμάτο: «Το ενεχυροδανειστήριο είναι δείκτης. Οι άνθρωποι έρχονται όταν υπάρχει υψηλή ανεργία ή σοβαρά οικονομικά προβλήματα», λέει ο Νίκολαους Μπόντε.
Παλαιότερα ο Γερμανός επιχειρηματίας δραστηριοποιούταν στους πλειστηριασμούς κατασχεμένων ακινήτων. Το 1994 ο ίδιος και ο πατέρας του δημιούργησαν το ενεχυροδανειστήριο στο Ζίγκμπουργκ, μία πόλη κοντά στην Βόννη, η οποία αριθμεί περίπου 40.000 κατοίκους. Ο Νίκολαους Μπόντε μετρά τον οικονομικό σφυγμό της γερμανική οικονομίας εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες. Η επερχόμενη κρίση θα ωφελήσει, δίχως αμφιβολία, τον ενεχυροδανειστή. Εκείνος ωστόσο εκφράζει σοβαρές ανησυχίες:
«Στο κατάστημά μας έρχονται πολλοί ηλικιωμένοι και τώρα πλέον και άνθρωποι της μεσαίας τάξης, κάτι που δεν συνέβαινε πριν. Επιπλέον έχουμε πολλούς νέους πελάτες. Εκτός από τους τακτικούς πελάτες, έρχονται σε μας και άτομα με ασταθή εισοδήματα, αλλά και άτομα που λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα, τα οποία αναζητούν οικονομική στήριξη για να βγει ο μήνας».
Το κατάστημα του Νίκολαους Μπόντε είναι ένα από περίπου 250 ιδιωτικά ενεχυροδανειστήρια στη Γερμανία. Το επάγγελμα του ενεχυροδανειστή είναι από τα παλαιότερα στη Γερμανία: Το πρώτο γερμανικό ενεχυροδανειστήριο δημιουργήθηκε στο Αμβούργο πριν από σχεδόν 500 χρόνια το 1560.
Σε γενικές γραμμές τα ενεχυροδανειστήρια λειτουργούν ως εξής: Δίνουν ένα συγκεκριμένο χρηματικό αντίτιμο για αντικείμενα που τους φέρνουν οι πελάτες, οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους τρεις μήνες για να επιστρέψουν το αντίτιμο συν τόκους και τέλη και να παραλάβουν το ενέχυρο. Ένα παράδειγμα: Ο Νίκολαους Μπόντε δίνει σε πελάτη 400 ευρώ για ένα κόσμημα. Μετά από τρεις μήνες ο εν λόγω πελάτης του επιστρέφει 448 ευρώ. Διαφορετικά το πολύτιμο αντικείμενο δημοπρατείται. Ο Γερμανός επιχειρηματίας δηλώνει: «Σχεδόν το 96% των πελατών παίρνει πίσω το ενέχυρο, επειδή αξίζει περισσότερο από ό,τι τους δίνουμε για αυτό. Το αντίτιμο που δίνουμε είναι ένα κλάσμα της πραγματικής αξίας του ενέχυρου και οι άνθρωποι θέλουν να το κρατήσουν. Διαφορετικά θα μπορούσαν εξ αρχής να το πουλήσουν.
Εννέα από τα δέκα τιμαλφή που καταλήγουν στο χρηματοκιβώτιο του Νίκολαους Μόντε είναι κοσμήματα. Έχει όμως δανείσει πελάτες που έφεραν ένα κρις κραφτ, ένα καρουζέλ ακόμα και ένα άλογο. Όπως λέει ο ενεχυροδανειστής αποφεύγει συσκευές όπως κινητά τηλέφωνα, γιατί η απώλεια αξίας τους είναι πολύ μεγάλη.
Για πολλούς ανθρώπους, δεν είναι μόνο ο ευκολότερος, αλλά και ο μόνος τρόπος να βρουν χρήματα: Χωρίς εκκαθαριστικά, χωρίς δυσάρεστες ερωτήσεις, δείχνοντας μόνο την αστυνομική ταυτότητα.
«Μετρητά αμέσως, διακριτικά και με επαγγελματισμό», αναγράφεται στην ιστοσελίδα του ενεχυροδανειστηρίου Μπόντε. Κυρίως η διακριτικότητα βρίσκεται στις προτεραιότητες του Νίκολαους Μπόντε. Που σημαίνει, όπως λέει ο ίδιος, ότι δεν χαιρετά πελάτες, ακόμα κι αν τους συναντήσει στο δρόμο, για να μην τους φέρει, ενδεχομένως, σε δύσκολη θέση. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η φήμη των ενεχυροδανειστηρίων έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία. Ενεχυροδανειστήρια εξειδικευμένα σε αυτοκίνητα ανήκουν πλέον αυτονόητα σε κάθε πόλη της χώρας.
Παρακολουθώντας την αυξημένη κίνηση στην επιχείρησή του ο Νίκολαους Μπόντε κάνει λόγο για μια μικρή πρόγευση των επόμενων εβδομάδων και μηνών. «Όταν έρθουν οι λογαριασμοί για το ηλεκτρικό ρεύμα αναμένω ότι οι πελάτες θα αυξηθούν. Το ίδιο θα συμβεί και με τους πλειστηριασμούς ακινήτων, μιας και πολύς κόσμος δεν θα είναι πια σε θέση να αποπληρώσει τα στεγαστικά δάνεια».