H αύξηση-jumbo των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,75% μέχρι στιγμής δεν δείχνει να περνά στην αγορά των repos, δημιουργώντας στρεβλώσεις στην ισορροπία ρευστότητας.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νικόλ Λειβαδάρη
[email protected]
H αύξηση-jumbo των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,75% μέχρι στιγμής δεν δείχνει να περνά στην αγορά των repos, δημιουργώντας στρεβλώσεις στην ισορροπία ρευστότητας.
ΤΙΣ ΣΤΡΕΒΛΏΣΕΙΣ αυτές επισημαίνει το Bloomberg, διαπιστώνοντας ότι η έλλειψη στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας στην Ευρωζώνη εξακολουθεί να συγκρατεί το βραχυπρόθεσμο κόστος δανεισμού, σε μια εξέλιξη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για νομισματική σύσφιγξη.
Το κόστος δανεισμού ρευστού έναντι γερμανικών κρατικών ομολόγων στις αγορές repos, όπου οι dealers και τα funds είθισται να αναζητούν βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, έχει αυξηθεί μόνο κατά 57 μονάδες βάσης αφότου η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Commerzbank.
Το Bloomberg στην ανάλυσή του επισημαίνει ότι η μακρόχρονη πολιτική αγορών κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν ο καταλυτικός παράγων που έχει οδηγήσει την πλεονάζουσα ρευστότητα στο σύστημα πάνω από τα 4,7 τρισ. ευρώ, μειώνοντας ταυτόχρονα το απόθεμα κρατικών ομολόγων που είναι διαθέσιμα για συναλλαγές. Η στρέβλωση αυτή δεν ήταν πρόβλημα όσο η ΕΚΤ ακολουθούσε χαλαρή νομισματική πολιτική, τώρα πια όμως σημαίνει ότι πολύ υψηλή ρευστότητα είναι διαθέσιμη έναντι περιορισμένου αριθμού τίτλων, λειτουργώντας ουσιαστικά ως αποσβεστήρας στα επιτόκια.
«Η ασταθής και άνιση διάχυση των αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας» λέει στο Bloomberg ο αναλυτής της Commerzbnk Μίκαελ Λέστερ, προσθέτοντας: «Οι τελευταίες εξελίξεις στις αγορές repos αυξάνουν τον κίνδυνο νέας παρέμβασης της ΕΚΤ».
Πηγές της κεντρικής τράπεζας διαμηνύουν ότι παρακολουθούν την κατάσταση προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων διαχέονται και στο πραγματικό κόστος δανεισμού, και στην ευρύτερη οικονομία.
Ήδη η ΕΚΤ στην τελευταία της συνεδρίαση κινήθηκε προς εξισορρόπηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, αίροντας προσωρινά το ανώτατο όριο επιτοκίου στις κρατικές καταθέσεις, μια κίνηση που αποσκοπούσε να περιορίσει τη ζήτηση για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση.
Μηνύματα αξιωματούχων
Σ' αυτό το κάδρο, θεωρείται δεδομένο ότι οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ θα συνεχιστούν με δυναμικούς, έως και επιθετικούς ρυθμούς, όπως έδειξε χθες και ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Λούις ντε Γκίντος.
«Η επιβράδυνση της οικονομίας δεν αρκεί για να φρενάρει τον πληθωρισμό από μόνη της» είπε ο Ντε Γκίντος στην εφημερίδα Expresso, προσθέτοντας ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια για να συγκρατήσει τις τιμές: «Πρέπει», είπε, «να ενεργήσουμε από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής για να διατηρήσουμε τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό γειωμένες και να αποφύγουμε τις δευτερογενείς επιπτώσεις».
Από την πλευρά της, και η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ επαναβεβαίωσε ότι η κεντρική τράπεζα θέτει ως πρώτιστη προτεραιότητα τη σταθερότητα των τιμών, με την ανάπτυξη να έπεται.
Τα μέτρα που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να επιβαρύνουν την ανάπτυξη, αλλά η σταθερότητα των τιμών είναι η κύρια προτεραιότητα, δήλωσε την Παρασκευή η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σε εκδήλωση με Γάλλους μαθητές γυμνασίου. Μιλώντας στη γαλλική κεντρική τράπεζα, είπε ότι κατά τον καθορισμό της νομισματικής της πολιτικής η ΕΚΤ έπρεπε να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που επηρεάζουν τον πληθωρισμό, καθώς και τους κινδύνους που επιβαρύνουν την ανάπτυξη. Παραδέχτηκε δε ότι αν κάποια μέτρα που λαμβάνει η ΕΚΤ επιβαρύνουν την ανάπτυξη, αυτό αποτελεί ένα ρίσκο που πρέπει να πάρει η Τράπεζα, καθώς η σταθερότητα των τιμών αποτελεί πρωταρχικό στόχο.
Όσον αφορά το επίπεδο του «ουδέτερου επιτοκίου», αποτελεί μία σχετική έννοια, καθώς δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος υπολογισμού του. Θεωρητικά ουδέτερο αποκαλείται το επιτόκιο εκείνο το οποίο, ενώ συμβάλλει στη σταθεροποίηση του πληθωρισμού, δεν επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας. Συναφώς δεν υπάρχουν ανακοινώσεις από θεσμικούς φορείς για το ακριβές ύψος του. Έτσι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει προσδιορίσει το ύψος του ουδέτερου επιτοκίου μεταξύ 1,5% και 2%, ενώ ο ομόλογος του Villery de Galhau έχε αναφέρει ότι θα πρέπει να είναι μικρότερο ή ίσο του 2%.
Υπό τις συνθήκες αυτές, και την ανάπτυξη να φαίνεται ότι θυσιάζεται στον βωμό του πληθωρισμού, παραμένει αρνητικό το κλίμα στις αγορές ομολόγων, με τις αποδόσεις τους να διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο.