Πρόκειται για μια από τις πρώτες αποφάσεις του νέου Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, που ελήφθη μετά από πρόταση του Προέδρου κ. Βασίλειου Γούναρη, με την οποία σηματοδοτείται το υψηλό ενδιαφέρον της νέας διοίκησης για τη μεγαλύτερη τόνωση των ροών κεφαλαίων προς το επιχειρείν με στόχο την ενίσχυση των γερμανικών επενδύσεων στη χώρα και τη δυναμικότερη ανάπτυξη της ελληνικής εξωστρέφειας.
Τη θέση του Εντεταλμένου Συμβούλου του Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης, ανέλαβε ο κ. Γεώργιος Πατεράκης, Αντιπρόεδρος του νέου Διοικητικού Συμβουλίου, όπως αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα τον περασμένο Ιούνιο, μετά τις αρχαιρεσίες της Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μελών του φορέα.
Πρόκειται για μια από τις πρώτες αποφάσεις του νέου Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, που ελήφθη μετά από πρόταση του Προέδρου κ. Βασίλειου Γούναρη, με την οποία σηματοδοτείται το υψηλό ενδιαφέρον της νέας διοίκησης για τη μεγαλύτερη τόνωση των ροών κεφαλαίων προς το επιχειρείν με στόχο την ενίσχυση των γερμανικών επενδύσεων στη χώρα και τη δυναμικότερη ανάπτυξη της ελληνικής εξωστρέφειας.
Σημειώνεται ότι το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο δραστηριοποιούμενο ως επίσημος εκπρόσωπος της γερμανικής οικονομίας στην Ελλάδα, διευρύνει τα πεδία διμερούς συνεργασίας, πάντα με γνώμονα την ενημέρωση της γερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας για τις δυνατότητες που προσφέρουν τα στρατηγικά εργαλεία χρηματοδότησης και επιδότησης επενδυτικών έργων.
Ο κ. Γεώργιος Πατεράκης μετά την ανάληψη των καθηκόντων του δήλωσε ότι «η νέα ηγεσία του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου θα εργαστεί συστηματικά επιδιώκοντας το χτίσιμο στενότερων σχέσεων μεταξύ των οικονομιών των δύο χωρών και την περαιτέρω αναβάθμιση του πλαισίου συνεργασίας του Επιμελητηρίου με τα παραγωγικά υπουργεία της κυβέρνησης».
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, με σεβασμό στην ιστορικότητα των δεσμών των δύο χωρών και εν όψει των νέων προκλήσεων στον κόσμο όπως αυτός διαμορφώνεται μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που πλήττει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, θα συνεχίσει να στέκεται δίπλα στην επιχειρηματική κοινότητα, αλλά και στους νέους επενδυτές που θα θελήσουν να στηρίξουν τα στρατηγικά τους σχέδια για τη δημιουργία νέων ευκαιριών, νέων θέσεων εργασίας και νέων οικονομικών υπεραξιών».