Σε τροχιά ανάκτησης «χαμένων» αγορών σε χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκεται το ελληνικό ρύζι, το οποίο με «όχημα» και το διακρατικό πρόγραμμα «Eu Rice» έχει βάλει πλώρη όχι μόνο να αυξήσει τη διεθνή του παρουσία, αλλά και να ενισχύσει την αντίληψη των πολιτών, ότι πρόκειται για ένα προϊόν ασφαλές και υψηλής ποιότητας.
Σε τροχιά ανάκτησης «χαμένων» αγορών σε χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκεται το ελληνικό ρύζι, το οποίο με «όχημα» και το διακρατικό πρόγραμμα «Eu Rice» έχει βάλει πλώρη όχι μόνο να αυξήσει τη διεθνή του παρουσία, αλλά και να ενισχύσει την αντίληψη των πολιτών, ότι πρόκειται για ένα προϊόν ασφαλές και υψηλής ποιότητας.
«Όταν πριν από λίγα χρόνια επιχειρήσαμε να επαναφέρουμε τις άλλοτε κραταιές μας εξαγωγές σε χώρες της Μέσης Ανατολής, κυρίως σε αυτή της Ιορδανίας, πραγματικά είχαμε βρει τοίχο, με το ελληνικό ρύζι να έχει χαρακτηριστεί ακατάλληλο» επισήμανε ο πρόεδρος της Εταιρικής Αγροτικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης Χρήστος Τσιχήτας, στη διάρκεια χθεσινοβραδινής εκδήλωσης σχετικά με τη βιωσιμότητα της παραγωγής του ρυζιού στην Ευρώπη.
Βέβαια, όπως πρόσθεσε, «με σκληρή δουλειά και τις κατάλληλες ενέργειες, έμποροι και παραγωγοί καταφέραμε να αντιστρέψουμε το αρνητικό κλίμα και έτσι το ελληνικό ρύζι κερδίζει και πάλι την εμπιστοσύνη που του αξίζει, με επόμενους εξαγωγικούς σταθμούς τον Λίβανο, το Ισραήλ, το Ντουμπάι και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σήμερα, το ελληνικό ρύζι, που παράγεται κατά 70% στη δυτική Θεσσαλονίκη, εξάγεται σε ποσοστό 80%, με το ετήσιο εθνικό συνάλλαγμα να διαμορφώνεται σε πάνω από 100 εκατ. ευρώ, ανέφερε, από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελληνικού Ρυζιού Λεωνίδας Κουϊμτζής, υπενθυμίζοντας ότι η καλλιέργεια ρυζιού ξεκίνησε στην Ελλάδα πριν από 80 χρόνια.
Σε όλη τη χώρα καλλιεργούνται 280.000-300.000 στρέμματα, κατά τον κ. Κουϊμτζή, ο οποίος επισήμανε ότι οι Έλληνες παραγωγοί έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν σε τεχνογνωσία και αποδόσεις, άλλους Ευρωπαίους καλλιεργητές. Βέβαια, ο πρόεδρος της Εταιρικής Αγροτικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης Χρήστος Τσιχήτας επισήμανε ότι πέρυσι καλλιεργήθηκαν με ρύζι 270.000 στρ. και φέτος 235.000-240.000 και διευκρίνισε ότι η μείωση που καταγράφεται οφείλεται σε στροφή των παραγωγών σε άλλες παραγωγές.
Κοινή παραδοχή των συμμετεχόντων στην εκδήλωση αποτέλεσε ότι η ορυζοκαλλιέργεια είναι μια παραγωγή με προοπτική και μέλλον, για την οποία, όμως, θα πρέπει άμεσα να ληφθούν μέτρα ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της τρέχουσας συγκυρίας και να οχυρωθεί έτσι το προϊόν έναντι του ανταγωνισμού, αλλά και της κλιματικής κρίσης.
Χαρακτηριστική ήταν η επισήμανση του προέδρου του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδας Τάσου Πιστιόλα, επικεφαλής της ΕΥ.ΓΕ Πιστιόλας ΑΒΕΕ (Agrino), ότι ο κύριος ανταγωνιστής του ελληνικού ρυζιού δεν είναι κατά βάση οι εισαγωγές (η χώρα μας καταναλώνει 70% εγχώριο ρύζι και 30% εισαγόμενο), αλλά ο αθέμιτος ανταγωνισμός.
«Τα ρύζια που εισάγονται από τις τρίτες χώρες πρέπει να πληρούν αυστηρές προδιαγραφές, όπως συμβαίνει και με τα ελληνικά» ανέφερε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι η δημιουργία ταυτότητας (Brand) στο προϊόν αποτελεί βασική προτεραιότητα. «Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ευκαιρίες και να αξιοποιήσουμε αυτές που μας παρουσιάζονται, οφείλουμε να δώσουμε στο προϊόν ταυτότητα και να το οχυρώσουμε έναντι του ανταγωνισμού, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο» είπε.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Εταιρικής Αγροτικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης Χρήστος Τσιχήτας επισήμανε τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών κατά 230.000 τόνους το 2021 από τη Μιανμάρ, ως αποτέλεσμα της άρσης των δασμών από πλευράς ΕΕ.
«Δεν μας ενοχλούν οι εισαγωγές -αυτό το τονίζουμε- άλλωστε καλύπτουν κενά της αγοράς, ειδικά στο μακρύσπερμο ρύζι (indica). Ωστόσο, σε τρίτες χώρες παρατηρείται η χρήση φυτφαρμάκων που στην ΕΕ καταργήθηκαν εδώ και 30 ή 50 χρόνια. Αυτό καθιστά ορισμένα προϊόντα άκρως επικίνδυνα για την υγεία των καταναλωτών» διευκρίνισε ο ίδιος. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυση των ελέγχων στις πύλες εισόδου της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Πρόσθεσε δε, ότι μέχρι το 2030, η παραγωγή ευρωπαϊκού ρυζιού δεν αποκλείεται να χάσει σε αξία ως και 95 εκατ. ευρώ, εάν δεν ανακοπεί η αυξητική πορεία εισαγωγών από τρίτες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ενώ την ίδια στιγμή, αυτή η εξέλιξη θα σημάνει συρρίκνωση της παραγωγής ρυζιού στην Ευρώπη κατά τουλάχιστον 1,5%.
Για να παραχθεί το ρύζι απαιτούνται μεγάλες ποσότητες νερού και μέσω της κλιματικής κρίσης, εάν δεν ληφθούν μέτρα άμεσα, δεν αποκλείεται να υπάρξουν προβλήματα, ανέφεραν οι συμμετέχοντες στη χθεσινοβραδινή εκδήλωση.
«Όπου καλλιεργείται σήμερα ρύζι στην Ελλάδα υπάρχουν άφθονα νερά για την ώρα», τόνισε ο κ. Τσιχήτας, σημειώνοντας ότι με τη βελτίωση των έργων υποδομής στην Κεντρική Μακεδονία (εκσυγχρονισμό αρδευτικών δικτύων και δημιουργία νέων), η περιφέρεια και ειδικότερα η Θεσσαλονίκη, η Ημαθία, η Πιερία και η περιοχή των Σερρών δεν θα έχουν ποτέ πρόβλημα με το νερό γιατί βρίσκονται σε μια περιοχή όπου ρέουν ποτάμια-η τάφρος Αλιάκμονα, το φράγμα Αλιάκμονα, το φράγμα του Αξιού και ο Λουδίας, που «είναι ένα στραγγιστικό ποτάμι, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες όλου του κάμπου».
«Πρέπει να δράσουμε από σήμερα για να εξασφαλίσουμε το αύριο», υπογράμμισε, από την πλευρά του, ο αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης & Περιβάλλοντος Κεντρικής Μακεδονίας Κώστας Γιουτίκας, μιλώντας από το βήμα της εκδήλωσης. Αναφέρθηκε στο επιχειρησιακό πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, το οποίο, όπως επισήμανε, θα δώσει τη δυνατότητα στους τοπικούς οργανισμούς εγγείων βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) να βελτιώσουν τις υποδομές τους, να εξοικονομήσουν ενέργεια και να μειώσουν την κατανάλωση νερού. «Μιλάμε για χρηματοδοτικά εργαλεία που τα επόμενα δύο με τρία χρόνια θα δώσουν τη δυνατότητα να εκσυγχρονιστούν όλοι οι τοπικοί οργανισμοί» υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στην κλιματική κρίση, ο ίδιος τόνισε: «θα μας απασχολήσει τις επόμενες δεκαετίες, διότι το ρύζι για να παραχθεί χρειάζεται μεγάλες ποσότητες νερού. Είναι ένα κρίσιμο αγαθό, το οποίο πρέπει να το σεβόμαστε και να μην κάνουμε κατάχρηση, άρα θα πρέπει, κεντρικά από το κράτος να γίνουν έργα και υποδομές που θα υποστηρίξουν το νερό και να δημιουργηθούν μεγάλοι ταμιευτήρες, έτσι ώστε να διασφαλίσουμε ότι στις επόμενες δεκαετίες θα απολαμβάνουμε τόσο το ίδιο το αγαθό, αλλά και θα συνεχίσει η ορυζοπαραγωγή».
Στην εκδήλωση -μεταξύ άλλων- τονίστηκε πως οι τιμές του ρυζιού στην τρέχουσα συγκυρία δεν έχουν «εκπλήξει αρνητικά» τους καταναλωτές, την ώρα που προϊόντα της ίδιας κατηγορίας, όπως τα ζυμαρικά, έχουν πάρει την ανιούσα, με αυξήσεις από 50% έως και 80%. Επισημάνθηκε, πάντως, ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση ρυζιού στην Ελλάδα κυμαίνεται στα 4,5- 5,5 κιλά, την ώρα που στην Ιταλία αυτή φτάνει τα οκτώ κιλά και στην περιφέρεια της Βαλένθια «αγγίζει» τα 15 κιλά.
Το τριετές διακρατικό πρόγραμμα «Eu Rice, ύψους 3,1 εκατ. ευρώ, υλοποιείται από την Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη Θεσσαλονίκης ΑΕ- ΕΑΣΘ και την Ρυθμιστική Αρχή του Ρυζιού ΠΟΠ της Βαλένθιας «Crav» και με εκτελεστικό φορέα τη Novacert και ολοκληρώνεται τον Μάρτιο του 2024.
Μέσω του Eu Rice «τρέχουν» σημαντικές δράσεις για την προώθηση του ευρωπαϊκού ρυζιού και η χώρα μας, με πρέσβειρα (για δεύτερη χρονιά φέτος) τη γνωστή chef, Ντίνα Νικολάου επιχειρεί να αναδείξει τη συμμετοχή του προϊόντος στη γαστρονομική παράδοση της Ελλάδας με τα πιάτα ρυζιού.
«Η Ελλάδα έχει πάρα πολλά, παραδοσιακά πιάτα με πρωταγωνιστή το ρύζι και αυτά θα πρέπει να προβάλλουμε -και τα προβάλλουμε- ώστε τα γεμιστά, όπως οι λαχανοντολμάδες και τα κολοκυθάκια, να παραπέμπουν αυτόματα στην Ελλάδα, όπως η παέγια στην Ισπανία και το ριζότο στην Ιταλία», τόνισε η κ. Νικολάου.
Το Σαββατοκύριακο 17-18/9 θα γίνουν, στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ, δράσεις γευσιγνωσίας με ρύζι.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ