«Η κλιματική αλλαγή έχει θεμελιώδη αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη και, φυσικά, στον πληθωρισμό, αλλά η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να καθορίζει σε ένα βαθμό και την αγορά εταιρικών ομολόγων από την ΕΚΤ», τονίζει η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε συνέντευξή της στη γερμανική Tagesschau.
«Η κλιματική αλλαγή έχει θεμελιώδη αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη και, φυσικά, στον πληθωρισμό, αλλά η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να καθορίζει σε ένα βαθμό και την αγορά εταιρικών ομολόγων από την ΕΚΤ», τονίζει η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε συνέντευξή της στη γερμανική Tagesschau.
«Η αξιολόγηση των κλιματικών κινδύνων είναι ένα αρκετά νέο θέμα για την ΕΚΤ. Στο πλαίσιο της αναθεώρησης της στρατηγικής, δεσμευτήκαμε ρητά για την προστασία του κλίματος για πρώτη φορά πέρυσι. Τώρα αυτό είναι μέρος της θεσμικής μας στρατηγικής. Και πρέπει επίσης να κάνουμε κάτι για αυτό. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης και εκεί».
Η Σνάμπελ σημείωσε ότι «πρωταρχική μας εντολή είναι η σταθερότητα των τιμών. Αλλά αν έχουμε ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, μια ξηρασία ή πλημμύρες, τότε αυτό μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα στις καλλιέργειες .Και αυτό επηρεάζει τις τιμές των τροφίμων. Εάν η στάθμη του νερού στα ποτάμια είναι πολύ χαμηλή και η μεταφορά μέσω των ποταμών δεν είναι πλέον δυνατή, αυτό οδηγεί σε αύξηση του κόστους μεταφοράς. Και αυτό με τη σειρά του έχει αντίκτυπο στον πληθωρισμό», σημειώνει η Σνάμπελ και προσθέτει: «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το θέμα του κλίματος βρίσκεται στην πραγματικότητα στον πυρήνα των δραστηριοτήτων μας. Ο απώτερος στόχος είναι να μειώσουμε τους κλιματικούς κινδύνους στον ισολογισμό μας και να υποστηρίξουμε τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία».
Σε ερώτηση για τα κριτήρια με βάση τα οποία η ΕΚΤ θα αγοράζει εταιρικά ομόλογα στο μέλλον, η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, τόνισε: «Μέχρι στιγμής, έχουμε καθοδηγηθεί από την αρχή της ουδετερότητας της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε τα ομόλογα που αγοράζουμε ανάλογα με αυτά που είναι διαθέσιμα στην αγορά. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό σημαίνει ότι δίνουμε στις εταιρείες με υψηλές εκπομπών CO2 μια ιδιαίτερα υψηλή προτεραιότητα. Θέλουμε να το αλλάξουμε τώρα λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις πτυχές του κλίματος».
Η Σνάμπελ εξήγησε ότι η ΕΚΤ έχει τρία κριτήρια με τα οποία θα καθορίζει την πολιτική ομολόγων: «το πρώτο είναι οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κάθε εταιρείας, το δεύτερο είναι τα σχέδια για το πώς θα εξελιχθούν αυτές οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στο μέλλον. Και το τρίτο , η ποιότητα της αναφοράς για το κλίμα, δηλαδή η αποκάλυψη πτυχών που σχετίζονται με το κλίμα. Σε αυτή τη βάση, θα αποφασίσουμε στη συνέχεια ποια ομόλογα θα αγοράσουμε και σε τι όγκο».
Το μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ τόνισε ότι «στόχος μας είναι όλες οι δραστηριότητες να είναι σύμφωνες με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ. Σε τελική ανάλυση, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα επιτύχουμε κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, το αργότερο. Φυσικά, αυτό εξαρτάται και από το πώς αντιδρούν οι εταιρείες, δηλαδή σε ποιο βαθμό οι εταιρείες μειώνουν τις εκπομπές. Και στο τέλος της ημέρας, αυτό θα είναι πολύ, πολύ πιο σημαντικό».
Σε ερώτηση αν αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν θα αγοράζει πλέον τα ομόλογα εταιρειών που προκαλούν υψηλές εκπομπές CO2 αυτή τη στιγμή, η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, σημείωσε: «Απλώς θα αγοράζονται σε μικρότερο βαθμό από πριν. Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε αμέσως ότι τώρα θα αγοράζουμε ομόλογα μόνο από εταιρείες των οποίων οι εκπομπές είναι πολύ, πολύ χαμηλές. Αυτό θα ήταν επίσης λάθος, διότι πρόκειται για τη δημιουργία κινήτρων για να γίνει αυτή η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και έτσι να μειωθούν οι εκπομπές. Αυτό σημαίνει ότι ιδίως σε αυτές τις εταιρείες πρέπει να δοθεί το κίνητρο να μειώσουν τις εκπομπές τους.
Το θέμα είναι ότι «τελειώνει ο χρόνος» είπε η Σνάμπελ. «Αυτό είναι φυσικά το γενικό ερώτημα σε όλη την κλιματική πολιτική. Και νομίζω ότι είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι δεν καθυστερήσαμε. Υπάρχουν πολλά που υποδηλώνουν ότι αργήσαμε και ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα. Αλλά η αύξηση του ρυθμού είναι καθήκον της πολιτικής μας».