Στα βιβλία μακροοικονομικής ανάλυσης, το παράδειγμα με το οποίο περιγράφεται η «ανελαστική ζήτηση» (η ζήτηση που παραμένει σταθερή ανεξάρτητα από τις μεταβολές στην τιμή του αγαθού) είναι τα φάρμακα. Η πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι πολύ διαφορετική.
Για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία, οι Αμερικανοί καταναλωτές προσπαθούν να «κόψουν» τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων. Αυτή η αντίδραση είναι αποτέλεσμα των χρηματοπιστωτικών και οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, οι οποίοι προσπαθούν να μειώσουν το κόστος διαβίωσης περιορίζοντας την κατανάλωση αγαθών πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα και είδη οικιακής χρήσης, ενώ στο «ψυγείο» μπαίνουν και τα φάρμακα.
«Ο κόσμος πρέπει να διαλέξει μεταξύ θέρμανσης, φαγητού και φαρμάκων», αναφέρει ο Δρ. Τζέιμς Κινγκ, πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Οικογενειακών Ιατρών, ο οποίος εργάζεται ως οικογενειακός ιατρός και ο ίδιος. «Σήμερα συναντώ ασθενείς που δηλώνουν ότι θα σταματήσουν το Lipitor για τη μείωση της χοληστερόλης γιατί δεν τους φτάνουν τα χρήματα. Έχω ασθενείς που σταμάτησαν την αγωγή κατά της οστεοπόρωσης», συμπληρώνει.
Η κολοσσιαία φαρμακοβιομηχανία Pfizer που παρασκευάζει το Lipitor, ένα από τα φάρμακα με τις υψηλότερες πωλήσεις παγκοσμίως, ανακοίνωσε χθες μείωση των πωλήσεων φαρμάκων της κατά 13% το τρίτο τρίμηνο.
Η τάση αυτή, εάν συνεχιστεί, θα έχει πολύ βαθύτερες επιπτώσεις. Εάν είναι αρκετοί αυτοί που αποφασίσουν να περιορίσουν τα φάρμακα για να κάνουν οικονομία, η ελεγχόμενη σήμερα κατάσταση είναι πιθανό να εξελιχθεί σε σοβαρότατα ιατρικά προβλήματα. Με αυτό τον τρόπο, θα αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες υγείας και θα επιδεινωθεί το επίπεδο διαβίωσης στην χώρα, αναφέρει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα The New York Times.
Οι συνολικές δαπάνες σε φάρμακα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι υψηλότερες παγκοσμίως και ανέρχονται σε 286,5 δισ. δολάρια ετησίως. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί μόνο στο 10% των συνολικών δαπανών για την υγεία που υπολογίζονται σε 2,26 τρισ. δολάρια.
Πηγή: Νew York Times