Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημαντική δυναμική, που αντανακλάται στην αύξηση του ΑΕΠ, η οποία τροφοδοτείται από αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, τόνισε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Θεόδωρος Πελαγίδης.
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημαντική δυναμική, που αντανακλάται στην αύξηση του ΑΕΠ, η οποία τροφοδοτείται από αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Αυτό τόνισε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Θεόδωρος Πελαγίδης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8.
Όπως σημείωσε, τον επόμενο χρόνο θα έρθουν από τα ευρωπαϊκά ταμεία στην Ελλάδα περί τα 10 δισ. ευρώ, ενώ το δημόσιο χρέος θα πέσει κατακόρυφα ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Πελαγίδης, η Ελλάδα έχει φέτος περίπου άλλα 2 δισ. ταμειακές ανάγκες - και αν τις έχει, σημείωσε - και του χρόνου είναι κάτι παραπάνω από 10 δισ.
«Θυμίζω ότι μόνο για φέτος και του χρόνου 10 δισ. είναι τα χρήματα που θα έρθουν από το ευρωπαϊκό ταμείο. Δεν λέω ότι η κατάσταση είναι εύκολη αλλά έχει πλεονεκτήματα έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα και με τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις του ελληνικού χρέους που βρίσκεται σε θεσμικά χέρια. Άρα μην παρασυρόμαστε από το ύψος του χρέους, το οποίο φέτος θα πέσει πολύ κάτω από το 180% λόγω της αύξησης του ΑΕΠ που φαίνεται να μας έχει εκπλήξει». Ακόμα εκτίμησε, πως τα έσοδα από τον τουρισμό στην καλύτερη περίπτωση θα είναι στα 19 δισ. ευρώ το 2022 έναντι 18,2 το 2019.
«Ταυτόχρονα είδαμε ότι οι καταθέσεις δεν μειώθηκαν και το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα «παζλ» σχετικά με τους παράγοντες που τροφοδοτούν την κατανάλωση, το οποίο ενδεχομένως να εξηγείται από την διόγκωση της άτυπης οικονομίας» επισήμανε ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Αναφέρθηκε στην αύξηση επιτοκίων που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά 75 μονάδες βάσης, λέγοντας πως «είναι υψηλό, ιδίως για τα δεδομένα της ευρωζώνης». Τα μέλη του Συμβουλίου απ’ ό,τι φαίνεται έχουν εκφράσει αυτή την πλειοψηφία, γιατί δεν υπήρχε κάτι τέτοιο πριν λίγους μήνες.
Επιπλέον, ο Υποδιοικητής της ΤτΕ εξέφρασε την εκτίμηση ότι η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα συνεχιστεί μέχρι να φτάσουν στο λεγόμενο «ουδέτερο» επίπεδο, το οποίο κατά μια άποψη είναι μεταξύ του 1,75 και του 2%.
Είπε επίσης ότι οι τράπεζες στην Ελλάδα θα αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων όταν χρειαστεί να συγκεντρώσουν ρευστότητα την οποία δεν θα μπορούν να αντλήσουν από την ΕΚΤ ή από άλλες πηγές.
«Με τον πληθωρισμό να έχει εμπεδωθεί και να έχει διαχυθεί παντού, ο μόνος τρόπος όταν καλείται ο φορέας της νομισματικής πολιτικής να αντιδράσει όταν είναι “πίσω από την καμπύλη”, είναι μια αλματώδης αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα, που σημαίνει μια αλυσιδωτή αύξηση των επιτοκίων διαφόρων ειδών, των καταναλωτικών, των επιχειρηματικών. Βεβαίως αυτή η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής χρειάζεται κάποιο καιρό για να εφαρμοστεί. Αυτό πρόκειται να κάνει την ζήτηση να υποχωρήσει δραστικά σε κάποιο βαθμό γιατί αυτή η ανισορροπία ανάμεσα στην ζήτηση και την προσφορά γεννά αυτόν τον πληθωρισμό, 9% στην Ευρώπη περίπου για φέτος και στην Ελλάδα ένα νούμερο κατά μ.ό. κοντά στο ίδιο ευρωπαϊκό ποσοστό. Για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός αυτή την στιγμή πρέπει να πέσει η ζήτηση» ανέφερε ο κ. Πελαγίδης.
Η ιδέα που έχει διατυπωθεί και στην μεγάλη συγκέντρωση των τραπεζιτών στις ΗΠΑ, στο Τζάκσον Χολ, είναι ότι για να είναι αποδοτική η νομισματική πολιτική θα πρέπει να συνοδεύεται από μια δημοσιονομική πολιτική που να ευνοεί τη μείωση του πληθωρισμού, προσέθεσε ο ίδιος. «Η ιδέα είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική, ιδίως στην Αμερική έχει γίνει πάρα πολύ επεκτατική και όσο πιο επεκτατική γίνεται τόσο πιο πολύ δυσκολεύει την επίτευξη του στόχου της νομισματικής πολιτικής να τραβήξει την οικονομία προς τα κάτω. Συστήνεται λοιπόν να περιοριστούν οι κρατικές δαπάνες για να διευκολυνθεί η άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Η εκτύπωση χρημάτων, δηλαδή η νομισματική διευκόλυνση από τις τράπεζες είναι στην ουσία μια αγορά των περιουσιακών στοιχείων, των ομολόγων που εκδίδει το κράτος και τα οποία αγοράζει η κεντρική τράπεζα και παρέχει την χρηματοδότηση στην δημοσιονομική πολιτική. Άρα νομισματική και δημοσιονομική πολιτική δεν είναι ανεξάρτητες, η μία χρηματοδότησε την άλλη, επομένως οι ευθύνες είναι μοιρασμένες σε κάποιο βαθμό. Όταν έχεις τέτοια σοκ της προσφοράς, την πανδημία, τον πόλεμο, οποιαδήποτε κυβέρνηση, όποιου χρώματος, προφανώς θα κοιτάξει να στηρίξει τα ευάλωτα νοικοκυριά πρώτα απ’ όλα - γιατί αν δεν πληρώσουν τους λογαριασμούς θα χρεοκοπήσουν και οι δημόσιες επιχειρήσεις- αλλά και τις εθνικές επιχειρήσεις αντίστροφα διότι αν δεν θα σταθούν η ύφεση στην οικονομία θα διαδοθεί» συμπλήρωσε ο καθηγητής.