Θυσία στον βωμό της προσπάθειας για την τιθάσευση του πληθωρισμού γίνονται το κόστος δανεισμού, οι επενδύσεις, η κατανάλωση, η ανάπτυξη, ενώ δυσχεραίνει και η διαδικασία αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους, μετά τη χθεσινή επιθετική κίνηση της ΕΚΤ, που αύξησε το βασικό επιτόκιο κατά 75 μονάδες βάσης. Εκτός από τον έλεγχο του πληθωρισμού, στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι και η ενίσχυση του ευρώ, το οποίο έχει χάσει αρκετό έδαφος έναντι του δολαρίου κατά τους τελευταίους μήνες, λόγω των πιο άμεσων αυξήσεων επιτοκίων από τη FED, αλλά και των εμφανώς μικρότερων συνεπειών που έχει στην αμερικανική οικονομία, σε σχέση με την ευρωπαϊκή, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Θυσία στον βωμό της προσπάθειας για την τιθάσευση του πληθωρισμού γίνονται το κόστος δανεισμού, οι επενδύσεις, η κατανάλωση, η ανάπτυξη, ενώ δυσχεραίνει και η διαδικασία αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους, μετά τη χθεσινή επιθετική κίνηση της ΕΚΤ, που αύξησε το βασικό επιτόκιο κατά 75 μονάδες βάσης.
Εκτός από τον έλεγχο του πληθωρισμού, στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι και η ενίσχυση του ευρώ, το οποίο έχει χάσει αρκετό έδαφος έναντι του δολαρίου κατά τους τελευταίους μήνες, λόγω των πιο άμεσων αυξήσεων επιτοκίων από τη FED, αλλά και των εμφανώς μικρότερων συνεπειών που έχει στην αμερικανική οικονομία, σε σχέση με την ευρωπαϊκή, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος.
Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται από σήμερα στην ελληνική οικονομία περιλαμβάνει αισθητή αύξηση του κόστους χρήματος, καθώς αναμένονται αυξήσεις επιτοκίων των επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, με παρενέργειες σε επενδύσεις, κατανάλωση και ανάπτυξη.
Άμεση αναμένεται να είναι η επίδραση στο κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες δανειολήπτες, ενώ εκτιμάται πως οι τράπεζες δεν θα προχωρήσουν άμεσα και σε άνοδο των καταθετικών τους επιτοκίων.
Αξίζει να σημειωθεί πως ένα μέσο επιτόκιο επιχειρηματικής πίστης μη συγχρηματοδοτούμενο είναι στο 8,50% πριν από την αύξηση, ενώ σχεδόν μηδενικά είναι τα επιτόκια καταθέσεων.
Στην Ελλάδα το πιστωτικό σύστημα, που έχει εξέλθει από μια 12ετή κρίση, έχει πάντως να επιλύσει μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση, χωρίς κανείς αυτήν τη στιγμή να ξέρει πού καταλήγει η λύση της.
Τι έχουν να επιλύσουν οι τράπεζες; Μία εξίσωση του κόστους έναντι του οφέλους από την άνοδο των επιτοκίων η οποία θα εξελιχθεί και μέσα στο 2023.
Η ΕΚΤ αύξησε χθες τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης.
Στο τέλος Οκτωβρίου, στη συνεδρίαση της 27ης του μηνός, οι εκτιμήσεις μιλούν για άλλη μια αύξηση 25 μονάδων βάσης, που θα συμπληρωθούν με άλλες 25 μονάδες τον Δεκέμβριο, στη συνεδρίαση της 15ης του μήνα.
Έτσι από τώρα έως και το τέλος του έτους υπολογίζεται ότι τα επιτόκια θα έχουν ανέβει 1% έως 1,25% και με άνοδο 50 έως 75 μονάδες βάσης στις αρχές του Φεβρουαρίου (2.2.23) και στις 16 Μάρτιου του 2023 η ενίσχυση των επιτοκίων θα διαμορφωθεί στο 1,75% έως 2%.
Τα δάνεια θα γίνουν ακριβότερα κατά 75 μονάδες βάσης τουλάχιστον. Ενδεικτικά αναφέρεται πως πριν από την αύξηση σε συγχρηματοδοτούμενα επιχειρηματικά δάνεια με ενοχικές εγγυήσεις το μέσο επιτόκιο είναι 6% με εμπράγματες εξασφαλίσεις 5%, ενώ με cash collateral 3,70%. Χωρίς συγχρηματοδοτήσεις οι νέες επιχειρηματικές εκταμιεύσεις κινούνται στο 8,50% και τα καταναλωτικά δάνεια ξεπερνούν το 11%. Στα στεγαστικά δάνεια τα σταθερά πενταετίας κινούνται στο 3,31% και τα κυμαινόμενα στο 5,5%.
Η επόμενη αύξηση πέραν αυτής του Σεπτεμβρίου θα αρχίσει να αλλάζει το σκηνικό για τις τράπεζες, αφού τότε θα πρέπει να αρχίσουν μετακυλίουν τουλάχιστον το μισό των αυξήσεων που θα διενεργούνται στα επιτόκια καταθέσεων. Το γεγονός αυτό προσδίδει ένα κόστος στις τράπεζες, ωστόσο θα βοηθήσει με κάποιο τρόπο να συντηρηθεί η ρευστότητά τους. Στην παρούσα φάση τα επιτόκια καταθέσεων κινούνται από 0% έως 0,25% στις καταθέσεις προθεσμίας. Όπως παρατηρούν πάντως εκπρόσωποι των συστημικών τραπεζών, μολονότι έχουν προγραμματίσει για αργότερα την άνοδο των επιτοκίων, αν τυχόν οι μη συστημικές τράπεζες αλλάξουν τις αποδόσεις των καταθέσεων, τότε θα ακολουθήσουν και οι συστημικές τράπεζες.
Οι τράπεζες έχουν να προσμετρήσουν τα κέρδη από τα αυξημένα επιτόκια, αλλά και ένα διευρυμένο κόστος που θα προκύψει από την απόδοση που θα πρέπει να χορηγήσουν στους καταθέτες τους και από τις προβλέψεις οι οποίες πρέπει να ληφθούν εν όψει των νέων κόκκινων δανείων (πληθωρισμός, ακρίβεια, αυξημένα επιτόκια) .
Τα πιστωτικά ιδρύματα -η κάθε συστημική τράπεζα- υπολογίζουν να έχουν όφελος 200 εκατ. ευρώ από τους αυξημένους τόκους των δανείων, ενώ σταδιακά 50-100 εκατ. ευρώ από τα κέρδη αυτά θα μετακυλιστούν προς τις καταθέσεις.Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι πού θα διαμορφωθεί το ύψος των προβλέψεων από τα νέα NPEs, που σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής εκτιμήσεις των τραπεζών υπολογίζονται σε περίπου 100 εκατ. ευρώ για κάθε μία από τις συστημικές.