Ολοκληρωτικό πόλεμο στον πληθωρισμό κήρυξε και επισήμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανακοινώνοντας αύξηση 75 μονάδων βάσης των επιτοκίων-την υψηλότερη άνοδο στην σχεδόν 24χρονη ιστορία του ιδρύματος. Οι αναλυτές θεωρούσαν δεδομένη αυτή την εξέλιξη, με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να έχει φτάσει στο 9,1% και το ευρώ να παλεύει έναντι του δολαρίου.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ολοκληρωτικό πόλεμο στον πληθωρισμό κήρυξε και επισήμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανακοινώνοντας αύξηση 75 μονάδων βάσης των επιτοκίων-την υψηλότερη άνοδο στην σχεδόν 24χρονη ιστορία του ιδρύματος. Οι αναλυτές θεωρούσαν δεδομένη αυτή την εξέλιξη, με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να έχει φτάσει στο 9,1% και το ευρώ να παλεύει έναντι του δολαρίου.
Μέσα σε μόλις δύο μήνες, και με δύο μόνο κινήσεις, η ΕΚΤ άφησε πίσω της οκτώ χρόνια αρνητικών επιτοκίων και τα επανέφερε απότομα στα επίπεδα του 2011. Οι απότομες αυξήσεις των επιτοκίων από την Fed αλλά και την Τράπεζα της Αγγλίας, δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσει και την ΕΚΤ. Η Fed για παράδειγμα, έχει ήδη αυξήσει το βασικό της επιτόκιο αρκετές φορές, δύο φορές μάλιστα κατά 75 μονάδες βάσης. Αλλά, οι προσπάθειες της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ να κάνει τη διαφορά από τις ΗΠΑ, που υποφέρουν από οικονομική υπερθέρμανση, ή τη Βρετανία που σημαδεύτηκε από το Brexit, έπεσαν στο κενό. «Περαιτέρω αυξήσεις πιστεύεται ότι είναι πιθανές, αλλά οποιαδήποτε απόφαση θα εξακολουθεί να βασίζεται στα δεδομένα», όπως αναφέρεται στην απόφαση.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της DZ Bank, Μίκαελ Χολστάιν πιστεύει ότι η απότομη άνοδος των επιτοκίων ήρθε πολύ αργά, επειδή η οικονομία του ευρώ βρίσκεται ήδη στο δρόμο προς την ύφεση. «Αλλά η μεγαλύτερη αναμονή θα στοίχιζε ακόμη πιο ακριβά από τη λήψη θαρραλέων αντίμετρων σε οικονομικά αβέβαιες περιόδους», προσθέτει. Ο πρόεδρος του Γερμανικού ινστιτούτου Ifo Κλέμενς Φουεστ σχολίασε: «Κάλλιο αργά παρά ποτέ». Ωστόσο, η νομισματική πολιτική παραμένει πολύ επεκτατική. «Θα πρέπει να ακολουθήσουν περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλά», προσθέτει.
«Μια ταχεία αύξηση των επιτοκίων είναι καλύτερη για την οικονομία, από την παράταση της αβεβαιότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα», λέει. Με αυτή την κίνηση αυτή, «η ΕΚΤ επιχειρεί να βάλει ένα κατώτατο όριο στην υποχώρηση του ευρώ και να διατηρήσει υπό έλεγχο τον εισαγόμενο πληθωρισμό που είχε προκαλέσει η νομισματική αδυναμία», εκτιμά ο Αλταφ Κασάμ της State Street Global Advisors.
Το ερώτημα είναι βέβαια αν η αύξηση των επιτοκίων θα μπορέσει να λειτουργήσει ενάντια στην αύξηση του πληθωρισμού, καθώς η βασική αιτία είναι οι θηριώδεις τιμές της ενέργειας, που πυροδοτούνται από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Η ΕΚΤ άλλωστε, παραδέχεται ήδη ότι οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία θα είναι μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες, με την ύφεση να είναι προ των πυλών. «Αναμένεται στασιμότητα της οικονομίας κατά τους τελευταίους μήνες του έτους και το πρώτο τρίμηνο του 2023», ανέφερε η Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου. Τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν επίσης μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, ειδικά για χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος. Μπορεί με το πιο ακριβό χρήμα να μειωθεί η ζήτηση, αλλά το τίμημα που θα καταβληθεί θα είναι η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο κίνδυνος είναι να επαναληφθεί αυτό που σήμερα θεωρείται από όλους λάθος του πρώην προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, που το 2011 αύξησε τα επιτόκια δύο φορές ακριβώς όταν επιδεινωνόταν η κρίση της ευρωζώνης, καταδικάζοντας τις οικονομίες το Βορρά σε αδύναμη ανάπτυξη και του Νότου σε τεράστια υπερχρέωση.
Η σημερινή κατάσταση είναι μάλιστα πολύ πιο αβέβαιη από εκείνη της κρίσης δημόσιου χρέους, όταν τα spread αποτελούσαν θερμόμετρο για την αξιοπιστία των χωρών. Σήμερα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων βρίσκονται σε άνοδο και η κατάσταση επιδεινώνεται από την ενεργειακή κρίση. Το χειρότερο δυνατό σενάριο, δηλαδή η Ρωσία να κλείσει τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου, έχει πράγματι υλοποιηθεί. Προς το παρόν, τα στοιχεία για το ΑΕΠ δεν είναι ανησυχητικά σήματα - η ανάπτυξη της ευρωζώνης το δεύτερο τρίμηνο του 2022, αυξήθηκε κατά 0,8% σε σύγκριση με τους πρώτους τρεις μήνες του έτους - αλλά η βιομηχανική παραγωγή έχει ήδη μειωθεί στη Γερμανία,στην Ιταλία και άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Αν και τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν θα δημοσιευτούν μέχρι τον επόμενο μήνα, όλοι συμφωνούν ότι τα «γεράκια» στην ΕΚΤ επέβαλαν στα «περιστέρια» την ισχυρή αυτή αύξηση των 75 μονάδων βάσης. Ο Ιταλός Φάμπιο Πανέτα, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, μιλώντας στην ιστοσελίδα Milano Finanza, είχε προειδοποιήσει μάλιστα ότι είναι απαραίτητο να «εξεταστούν πλήρως οι οικονομικές συνθήκες της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα ύφεσης αυξάνεται».
Η απόφαση της ΕΚΤ πάντως συνδέεται με την προσπάθεια ενίσχυσης του ευρώ έναντι του δολαρίου. Η υποχώρηση του ευρώ κάνει άλλωστε την ενέργεια πιο ακριβή και επιδεινώνει τις πληθωριστικές πιέσεις. Για την ιστορία μάλιστα, η συναλλαγματική ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος έναντι του δολαρίου είναι πλέον χαμηλότερη από τον Φεβρουάριο του 2000 όταν η ΕΚΤ είχε προχωρήσει στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων στην ιστορία του ιδρύματος. Στη συνέχεια, μάλιστα, ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Βιμ Ντούιζενμπεργκ είχε αποφασίσει να κάνει ακριβότερο το χρήμα για να στηρίξει το ευρώ, το οποίο είχε πέσει στα 97 σεντς. Αν και το ισχυρό ευρώ δεν ευνοούσε παραδοσιακά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, σήμερα ισχύει το αντίθετο καθώς τα ενεργειακά συμβόλαια εκφράζονται σε δολάρια.
Πολλοί οικονομολόγοι αναμένουν μάλιστα περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού και σημαντικά χαμηλότερη ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ. Το φθινόπωρο και το χειμώνα θα μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος οικονομικής ύφεσης λόγω της ενεργειακής κρίσης. «Η νομισματική σύσφιξη, στην πραγματικότητα, θα είχε δύο συνέπειες, σύμφωνα με τον Μάσιμο Ντ` Αντόνι, καθηγητή Χρηματοοικονομικής επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Σιένα : «Από τη μια πλευρά, υπάρχει βάσιμη ανησυχία ότι πολλές επιχειρήσεις μπορεί να μην αντέξουν στις περιοριστικές νομισματικές πολιτικές και από την άλλη, οι κυβερνήσεις ενδέχεται να αναγκαστούν σε περικοπές δαπανών ή αυξήσεις φόρων, δηλαδή σε δημοσιονομικές πολιτικές, περιοριστικού χαρακτήρα και λιτότητας».