Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 07 Σεπτεμβρίου 2022 22:31

Προς νέα μείωση ασφαλιστικών εισφορών

Σε νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προσανατολίζεται η κυβέρνηση, έτσι ώστε να περιοριστεί η μη μισθολογική δαπάνη και να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αντέξουν την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Από την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Αγγελόπουλου
[email protected]

Σε νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προσανατολίζεται να προβεί η κυβέρνηση, έτσι ώστε να περιοριστεί η μη μισθολογική δαπάνη και να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αντέξουν την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Στο υπουργείο Εργασίας προετοιμάζονται ώστε η διαδικασία που θα καταλήξει στις νέες κατώτατες αποδοχές, στα επίπεδα των 751 ευρώ, να εκκινήσει αμέσως με την έλευση της νέας χρονιάς. Πρακτικά, όμως, αυτό σημαίνει ότι θα προκύψει μια ακόμα επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που θα κληθούν να καταβάλουν τις συμφωνημένες αυξήσεις εν μέσω σφοδρής ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν σενάρια για συνέχιση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και κατά το 2023, έτσι ώστε να υπάρξει ελάφρυνση της δαπάνης για τις επιχειρήσεις. Σχετική αναφορά είναι πιθανό να γίνει από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από τη ΔΕΘ το ερχόμενο Σαββατοκύριακο, καθώς εκεί η ομιλία του θα απευθύνεται και στους παραγωγικούς φορείς της χώρας, οι οποίοι αναμένουν με αγωνία να διαπιστώσουν ότι λαμβάνονται μέτρα περιορισμού των δαπανών τους, που ισοδυναμούν με στήριξη της παραγωγικότητας.

Οι εισφορές που εξετάζεται να διατηρηθούν μειωμένες είναι όσες δεν επιδρούν στο ποσό της σύνταξης του εργαζομένου όταν ολοκληρωθεί ο εργασιακός του βίος. Κυρίως πρόκειται για εισφορές που εισπράττει η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ - τ. ΟΑΕΔ) και εκεί γίνεται έλεγχος ώστε να διατηρηθεί η μείωση και να επεκταθεί περαιτέρω χρονικά. Ήδη, πάντως, οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν υποχωρήσει την τελευταία τριετία κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες. Απομένουν 0,6 π.μ. έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της περικοπής κατά 5 μονάδες, όπως ήταν η αρχική κυβερνητική δέσμευση.

Ο στόχος αυτός για να τύχει περαιτέρω τροποποίησης, ακόμα κι αν η πρόβλεψη γίνει με ορίζοντα πέραν της τετραετίας διακυβέρνησης, πρέπει να υπάρξει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, καθώς η τωρινή μείωση ισχύει έως το τέλος του 2022.

 

Νέα αύξηση κατώτατου μισθού

Την ίδια στιγμή, στο υπουργείο Εργασίας προετοιμάζονται για την επανέναρξη της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού. Από το βήμα της ΔΕΘ είναι πιθανό να γίνουν οι σχετικές εξαγγελίες από τον πρωθυπουργό. Άλλωστε, η επαναφορά των κατώτατων αποδοχών του ιδιωτικού τομέα στα 751 ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα που ήταν το 2011 πριν από την έλευση των μνημονίων, έχει και σημειολογικό εκτός από ουσιαστικό χαρακτήρα.

Η διαδικασία πρόσκλησης των κοινωνικών εταίρων να επιδώσουν τις γνωμοδοτήσεις τους επί του θέματος, καθώς και όλων των υπόλοιπων εμπλεκόμενων φορέων (ΤτΕ, Ινστιτούτα Εργασίας εργοδοτών και εργαζομένων), θα κινηθεί τάχιστα έτσι ώστε η τελική απόφαση για τις αυξήσεις να γίνει γνωστή ακόμα και στις αρχές της νέας χρονιάς. Με δεδομένο ότι το Μαξίμου επιμένει για εκλογές στο τέλος της τετραετίας, άρα την ερχόμενη άνοιξη, είναι ξεκάθαρο ότι οι κατώτατες αποδοχές πρέπει να έχουν ρυθμιστεί νωρίτερα και να έχουν γίνει αισθητές οι αυξήσεις στους 600.000 εργαζόμενους που αμείβονται με τα κατώτατα όρια. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται κατά τουλάχιστον 200.000, καθώς η όποια αύξηση θα έχει ανάλογη θετική επίδραση και στα επιδόματα που καταβάλλει η ΔΥΠΑ (τ. ΟΑΕΔ).

 

«Κόφτης» στις αυξήσεις συντάξεων λόγω προσωπικής διαφοράς

Στο σκέλος των συνταξιούχων, η αναφορά από το βήμα της ΔΕΘ για τις αυξήσεις που θα προκύψουν με το νέο έτος στις συντάξεις πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό τροφοδοτούν αυξήσεις οι οποίες αναμένεται να κυμανθούν στα επίπεδα του 6%. Θα είναι οι πρώτες αυξήσεις που θα δοθούν έπειτα από 12 χρόνια, όπου ουσιαστικά οι συντάξεις παρέμεναν «παγωμένες». Όμως τις αυξήσεις αυτές θα τις καρπωθεί ένα μέρος των συνταξιούχων. Εκτιμάται ότι 800.000 - 1 εκατ. συνταξιούχοι, λόγω υψηλής προσωπικής διαφοράς, θα τύχουν μόνο λογιστικών και όχι πραγματικών αυξήσεων.

Ουσιαστικά πρόκειται για «παλαιούς» συνταξιούχους, δηλαδή με έναρξη συνταξιοδότησης πριν από τον Μάιο του 2016, ημερομηνία έναρξης του γνωστού «νόμου Κατρούγκαλου» (ν.4387/16), για τους οποίους ο επανυπολογισμός της σύνταξής τους οδήγησε σε υψηλή προσωπική διαφορά. Δηλαδή, το ποσό που λαμβάνουν είναι υψηλότερο από αυτό που έχει προκύψει από τον επανυπολογισμό και έτσι υφίσταται η προσωπική διαφορά για κάθε συνταξιούχο ξεχωριστά. Τώρα, που προγραμματίζεται συνολική αύξηση, αυτή η κατηγορία συνταξιούχων απλώς θα διαπιστώσει στην πράξη ότι μειώνεται κατά ανάλογο ποσοστό η προσωπική διαφορά που έχει. Έτσι, θα πρέπει να περιμένουν κι άλλο αυτές οι χιλιάδες των συνταξιούχων ώστε να μηδενιστεί η προσωπική διαφορά τους και στη συνέχεια να τύχουν των όποιων αυξήσεων στην πράξη. Μέχρι να συμβεί αυτό, κάθε φορά που θα προκύπτουν αυξήσεις απλώς θα διαπιστώνουν ότι μειώνεται κι άλλο η προσωπική διαφορά.

 

Οριστικό όχι στα αναδρομικά

Στο σκέλος των αναδρομικών, ο περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος δεν αφήνει περιθώρια για εξαγγελίες. Ουσιαστικά, αναμένεται να εφαρμοστεί η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τις περικοπές σε επικουρικές συντάξεις και δώρα, μόνο για όσους συνταξιούχους έχουν υποβάλει σχετικές αγωγές. Εκτιμάται ότι ο αριθμός τους δεν υπερβαίνει τις 250.000-300.000 άτομα. Σε αυτούς, όταν οι δίκες καταλήξουν σε τελεσίδικες αποφάσεις, θα δοθούν τα όποια αναδρομικά προκύψουν. Οι υπόλοιποι, που υπερβαίνουν το 85% του συνόλου των συνταξιούχων, θα πρέπει να συμβιβαστούν με τα αναδρομικά που έλαβαν τον Οκτώβριο του 2020 και τα οποία αφορούσαν μόνο περικοπές στις κύριες συντάξεις. Δεν μπορεί να αποκλειστεί, όμως, η όποια παρέμβαση από το οικονομικό επιτελείο με τη μορφή κοινωνικού μερίσματος για όσους χαμηλοσυνταξιούχους δεν έλαβαν καθόλου αναδρομικά ποσά έως τώρα. Η σχετική εξαγγελία αναμένεται να τύχει ανάλογης εξειδίκευσης από τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας, έτσι ώστε να δοθεί το σχετικό οικονομικό βοήθημα έως το τέλος της τρέχουσας χρονιάς, κατά το μοντέλο που ακολουθήθηκε και πέρυσι.