Mε τη Federal Reserve να «δίδει το πρόσταγμα» στο πρόσφατο συμπόσιο του Τζάκσον Χολ, η ΕΚΤ εμφανίζεται έτοιμη για μία άκρως δυναμική κίνηση στη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου.
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Mε τη Federal Reserve να «δίδει το πρόσταγμα» στο πρόσφατο συμπόσιο του Τζάκσον Χολ, η ΕΚΤ εμφανίζεται έτοιμη για μία άκρως δυναμική κίνηση στη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου.
Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο θα επαναλάβει, το λιγότερο, την επιτοκιακή αύξηση των 50 μονάδων βάσης του Ιουλίου, αλλά πιθανόν να προχωρήσει και σε αύξηση των 75 μονάδων βάσης. Ωστόσο, οι νέες δηλώσεις του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, που εμφανίζεται πιο μετριοπαθής, καταδεικνύουν ότι η τελική απόφαση στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας δεν θα είναι και τόσο εύκολη, καθώς υπάρχει για μία ακόμη φορά έντονη αντιπαράθεση.
Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνουν αξιωματούχοι της ΕΚΤ, δύο μόλις εβδομάδες πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, αφότου ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, χρησιμοποίησε «σκληρά λόγια» για να περιγράψει την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας αλλά και των αγορών, προειδοποιώντας ότι το αμερικανικό κόστος δανεισμού θα συνεχίσει ανοδικά για αρκετό ακόμη διάστημα. Οι υψηλότεροι «τόνοι» για τις αυξήσεις των επιτοκίων προκάλεσαν νέες αναταράξεις στις αγορές μετοχών και ομολόγων, με την απόδοση της ελληνικής 10ετίας να ξεπερνά το φράγμα του 4%, τη στιγμή δε που τα στοιχεία για τις τιμές καταναλωτή Αυγούστου στην Ευρωζώνη, που δημοσιοποιούνται αύριο Τετάρτη, αναμένεται να σημάνουν νέο συναγερμό, καθώς οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ένα ποσοστό πληθωρισμού στο επίπεδο ρεκόρ του 9%.
Ήδη, οι αγορές χρήματος προεξοφλούν μία αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στις δηλώσεις του μέλους του εκτελεστικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας Ιζαμπέλ Σνάμπελ, ότι υπάρχει πλέον πολύ σοβαρός κίνδυνος να ξεφύγουν οι μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προβλέψεις από τον στόχο 2% της ΕΚΤ. Κάλεσε μάλιστα τους συναδέλφους της να δεσμευθούν δημοσίως ότι θα επαναφέρουν άμεσα τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%. Να σημειωθεί δε ότι λίγες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του Ιουλίου, μία επιτοκιακή αύξηση των 50 μονάδων βάσης φαινόταν σχεδόν απίθανη.
Ωστόσο, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, επιχείρησε να «κατευνάσει τα πνεύματα», ειδικά μετά τις έντονες αναταράξεις στις αγορές μετοχών και ομολόγων, λέγοντας ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξάνονται με «σταθερό ρυθμό» έως το τέλος του σημερινού κύκλου, εν μέρει για να μπορεί να υπάρχει το περιθώριο διόρθωσης της νομισματικής πολιτικής σε περίπτωση που αλλάξουν απότομα οι συνθήκες. «Ένας σταθερός ρυθμός -που σημαίνει όχι υπερβολικά αργά αλλά και ούτε υπερβολικά γρήγορα- είναι πολύ σημαντικός για πολλούς λόγους», ανέφερε ο Λέιν, αποφεύγοντας εμμέσως πλην σαφώς να πάρει μια πιο ξεκάθαρη θέση.
Αυτό σημαίνει ξεκάθαρα ότι η ένταση των συζητήσεων κορυφώνεται, με τα αντίθετα στρατόπεδα να αντιπαρατίθενται και πάλι. Ο Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλζμαν, ο Ολλανδός Κλάας Νοτ και ο Λετονός Μάρτινς Κάζακς έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι μία επιτοκιακή αύξηση των 50 μονάδων βάσης θα είναι η ελάχιστη, ενώ ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ, Χοακίμ Νάγκελ, προχώρησε ακόμη πιο πέρα, λέγοντας ότι «είναι πολύ νωρίς για να σκεφθούμε πότε θα σταματήσουν οι επιτοκιακές αυξήσεις». Σύμφωνα δε με πηγές, οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ, που θα ανακοινωθούν στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, θα αναθεωρηθούν σημαντικά προς τα πάνω, τοποθετώντας τον πληθωρισμό του επόμενου έτους πάνω από το 5%. Ακόμη και οι πλέον επιφυλακτικοί διαμορφωτές πολιτικής, όπως ο Φινλανδός Όλι Ρεν και ο Γάλλος Βιλερουά ντε Γκαλό, υπογραμμίζουν την ανάγκη λήψης «σημαντικής» δράσης - λεκτική που υποδηλώνει σαφώς μία επιτοκιακή αύξηση τουλάχιστον των 50 μονάδων βάσης στη συνεδρίαση του επόμενου μηνός.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να υπογραμμιστεί και ο ρόλος του ευρώ, καθώς η εξασθένησή του επιδεινώνει την προοπτική του πληθωρισμού, καθώς η ενέργεια τιμολογείται κυρίως σε δολάρια. Το ευρώ έχει απολέσει περισσότερο από 12% της αξίας του από τον Ιανουάριο, ενώ τα στοιχήματα των επενδυτών ότι θα χάσει αξία έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από τότε που η πανδημία έπληξε την Ευρώπη πριν από δύο περίπου χρόνια, καθώς αυξάνεται ο κίνδυνος ύφεσης.
Η προσμονή για επιθετικές κινήσεις από την ΕΚΤ προκάλεσαν ξανά αναταράξεις στις αγορές κρατικών ομολόγων, με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς να ξεφεύγει πάνω από το φράγμα του 4% και το spread να διευρύνεται στις 259 μονάδες βάσης, ενώ στην πενταετία το κόστος δανεισμού εκτινάχθηκε στο 3,17%.
Αντίστοιχη εικόνα και στη γειτονική Ιταλία, όπου η απόδοση στη 10ετία βρέθηκε ενδοσυνεδριακά κοντά στο 3,87% με αύξηση περίπου 20 μονάδων βάσης και με το spread έναντι των γερμανικών στις 236 μονάδες βάσης, υψηλό μηνός. Η UBS το βλέπει σύντομα στις 300 μονάδες βάσης, σε περίπτωση που η ΕΚΤ προχωρήσει σε επιθετική αύξηση των 75 μονάδων βάσης. Η ελβετική τράπεζα θεωρεί ότι όσο πιο επιθετικές οι επιτοκιακές αυξήσεις, τόσο περισσότερο θα αυξάνεται ο κίνδυνος χρήσης του νέου εργαλείου της ΕΚΤ, του επονομαζόμενου Εργαλείου Προστασίας Μετάδοσης Κρίσεων, για την αγορά ομολόγων χωρών που θα βρεθούν αντιμέτωπες με επικίνδυνα υψηλό κόστος δανεισμού.
Στον «πυρήνα», η απόδοση του γερμανικού διετούς, που θεωρείται και το πλέον ευαίσθητο στις αλλαγές των επιτοκίων, έκανε άλμα 20 μονάδων βάσης και εκτοξεύθηκε στο 1,17%, στο υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα Ιουνίου, ενώ η απόδοση του 10ετούς ενισχύθηκε 15 μονάδες βάσης, στο 1,55%, σε υψηλό επίσης δύο μηνών.
Πτωτικά κινήθηκαν και οι ευρωπαϊκές μετοχές, με τον δείκτη STOXX 600 να κλείνει με απώλειες 0,8%, σε χαμηλό μηνός, και με τις ευαίσθητες στις επιτοκιακές αυξήσεις τεχνολογικές μετοχές να βουλιάζουν 2,4%.Οι μετοχές έχουν παρουσιάσει πτώση περίπου 3% στη διάρκεια των δύο τελευταίων συνεδριάσεων, υπό τον φόβο μεγάλων επιτοκιακών αυξήσεων, επικείμενης ύφεσης και ενεργειακής κρίσης, ενώ από τις αρχές Αυγούστου ο δείκτης STOXX έχει υποχωρήσει περίπου 4%. Σε χαμηλό μηνός κινείτο και η Wall Street, την ώρα που έκλεισαν τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Οι απώλειες είχαν ξεκινήσει από την Ασία, με το Τόκιο και τη Σεούλ να καταγράφουν απώλειες κοντά στο 2% και με τον δείκτη MSCI για την περιοχή Ασίας/Ειρηνικού εξαιρουμένης της Ιαπωνίας να υποχωρεί 1,9%.