Το μεγαλύτερο μέρος σε αξία των ελληνικών εξαγωγών προς τη Σλοβενία καταλαμβάνουν διαχρονικά (κατά την τελευταία δεκαετία) κατ' αρχάς τα προϊόντα πετρελαίου και δευτερευόντως η ηλεκτρική ενέργεια και το οξείδιο του αργιλίου, στα οποία οφείλεται και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών μας, η δε πορεία των ελληνικών εξαγωγών ακολουθεί τις τάσεις αυξομείωσης των τριών ως άνω προϊόντων, κυρίως των πετρελαιοειδών και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το μεγαλύτερο μέρος σε αξία των ελληνικών εξαγωγών προς τη Σλοβενία καταλαμβάνουν διαχρονικά (κατά την τελευταία δεκαετία) κατ' αρχάς τα προϊόντα πετρελαίου και δευτερευόντως η ηλεκτρική ενέργεια και το οξείδιο του αργιλίου, στα οποία οφείλεται και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών μας, η δε πορεία των ελληνικών εξαγωγών ακολουθεί τις τάσεις αυξομείωσης των τριών ως άνω προϊόντων, κυρίως των πετρελαιοειδών και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό αναφέρει ενημερωτικό σημείωμα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδος στη Λιουμπλιάνα και προστίθεται η εκτίμηση ότι «υπάρχουν ελληνικές επιχειρήσεις με δυνατότητες δραστηριοποίησης στη Σλοβενία και επίτευξης, συνεπώς, ικανοποιητικών εξαγωγικών επιδόσεων και αναφορικά με τρεις ευρείες κατηγορίες προϊόντων, δηλαδή, τρόφιμα/ποτά, είδη για το σπίτι και είδη, τα οποία σχετίζονται με την εμφάνιση».
Στο ενημερωτικό σημείωμα που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα του υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τις εξαγωγές αναφέρονται τα εξής:
Ως προς την πρώτη κατηγορία (τρόφιμα/ποτά), τα ποιοτικά προϊόντα διατροφής (πχ φρούτα, φέτα κλπ) καταλαμβάνουν σημαντικό μερίδιο στις επιμέρους κατηγορίες τους, με τις προοπτικές ανάπτυξης τους να είναι σημαντικές, κατά περίπτωση (ανάλογα με το προϊόν και τις συνθήκες ζήτησης για αυτό στη Σλοβενία, την αξιοποίηση των κατάλληλων καναλιών διανομής, βλ. σουπερμάρκετ, την επιλογή μιας εύχρηστης και καλαίσθητης συσκευασίας, την προβολή και προώθηση του προϊόντος στο πλαίσιο διεθνών εκθέσεων κλπ).
Η υποκατηγορία των νωπών φρούτων και λαχανικών (ενδεικτικά, ακτινιδίων, ροδάκινων, ρίγανης) παρουσιάζει σημαντικά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης, δεδομένου του σχετικά χαμηλού βαθμού αυτάρκειας της Σλοβενίας στα εν λόγω προϊόντα. Σημειώνεται ότι το σλοβενικό ελαιόλαδο είναι πολύ καλής ποιότητας και η σλοβενική παραγωγή θα μπορούσε να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της Σλοβενίας.
Στα τυριά (ιδίως σε αναγνωρίσιμα ελληνικά τυριά ΠΟΠ, όπως είναι η φέτα) υπάρχουν εξαγωγικές προοπτικές αλλά θα πρέπει, ενδεχομένως, να διαφημισθούν και άλλα (πλην φέτας) τυριά ΠΟΠ, μέσω και συμμετοχής των ενδιαφερομένων εξαγωγικών επιχειρήσεων σε διεθνείς εκθέσεις τροφίμων και αναζήτησης των πλέον κατάλληλων καναλιών διανομής.
Σημαντικές προοπτικές υπάρχουν, ενδεχομένως, για ελληνικά αναψυκτικά (πχ με στέβια) και μη αλκοολούχα ποτά (πχ δεν έχουν εντοπισθεί στη σλοβενική αγορά φρουτοποτά με γεύση βύσσινο ή μπανάνα, αντίστοιχης ποιότητας με την ελληνική παραγωγή), καθώς και για αρτοσκευάσματα (ελληνικά τυποποιημένα κρουασάν και κριτσίνια διατίθενται σε μεγάλα σουπερμάρκετ), ως προς τα οποία επισημαίνεται και πάλι η εξαιρετική ποιότητα των ελληνικών προϊόντων (βλ. ιδίως φρυγανιές και παξιμάδια, όχι τόσο ψωμί για τοστ, το οποίο λήγει πιο γρήγορα και διατίθεται σε σλοβενικά σουπερμάρκετ).
Οι αγορές γαλακτοκομικών προϊόντων εμφανίζονται κορεσμένες από εντόπια προϊόντα με αξιοσημείωτη ποικιλία. Ως προς τη δεύτερη κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει, επί παραδείγματι, έπιπλα, φωτιστικά, μαχαιροπήρουνα, διακοσμητικά και είδη κλινοστρωμνής, θα μπορούσαν οι ενδιαφερόμενες για εξαγωγές στη Σλοβενία ελληνικές επιχειρήσεις να εξετάσουν τις κατά περίπτωση δυνατότητες διαμόρφωσης συνεργασιών και αναζήτησης καναλιών διανομής για τα προϊόντα τους στη χώρα.
Η τρίτη κατηγορία προϊόντων με αξιοσημείωτες εξαγωγικές προοπτικές ή δυνατότητες αφορά τα ελληνικά καλλυντικά (συμπεριλαμβανομένων των σαπουνιών), καθώς και τα ελληνικά είδη ένδυσης και υπόδησης.
Σημειώνεται όμως ότι και για τις τρεις ευρείες κατηγορίες προϊόντων, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν αφενός το μεταφορικό κόστος και η τιμή λιανικής (ως προς το ελληνικό προϊόν σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό) και αφετέρου τυχόν δυνατότητες αξιοποίησης οικονομιών κλίμακας, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από τη διάθεση σημαντικών ποσοτήτων του εκάστοτε προϊόντος στην τοπική αγορά.
Εφόσον εκδηλωθεί σχετικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον μέσω σχετικών αιτημάτων πληροφόρησης, το Γραφείο ΟΕΥ Λιουμπλιάνας είναι σε θέση να συνδράμει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε εξαγωγικές τους προσπάθειες, αναζητώντας για αυτές στοιχεία δυνητικών εμπορικών συνεργατών (χονδρεμπόρων/διανομέων) στη σλοβενική αγορά.
Τέλος, για τις δημόσιες προμήθειες στη Σλοβενία (ιδίως ως προς αρμόδιους φορείς, ηλεκτρονικές προμήθειες κά), βλ. https://agora.mfa.gr/infofiles-menu/infofile/81238.