Ουραγός σε όλη την Ευρώπη στη βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού είναι η Ελλάδα, την ώρα που και οι επιχειρήσεις δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί τη σημασία της βελτίωσης των εργαζομένων. Όπως προκύπτει από τη μέθοδο ESI που χρησιμοποιείται στην Ε.Ε., η Ελλάδα το 2022 βρίσκεται στην 29η θέση, όπως και τα δύο προηγούμενα χρόνια. Ο συγκεκριμένος δείκτης αξιολογεί τρεις βασικούς άξονες των δεξιοτήτων: την αντιστοίχιση, την ανάπτυξη και την ενεργοποίησή τους και δίνεται το «άριστα» στις 100 μονάδες.
Του Βασίλη Αγγελόπουλου
[email protected]
Ουραγός σε όλη την Ευρώπη στη βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού είναι η Ελλάδα, την ώρα που και οι επιχειρήσεις δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί τη σημασία της βελτίωσης των εργαζομένων.
Όπως προκύπτει από τη μέθοδο ESI που χρησιμοποιείται στην Ε.Ε., η Ελλάδα το 2022 βρίσκεται στην 29η θέση, όπως και τα δύο προηγούμενα χρόνια. Ο συγκεκριμένος δείκτης αξιολογεί τρεις βασικούς άξονες των δεξιοτήτων: την αντιστοίχιση, την ανάπτυξη και την ενεργοποίησή τους και δίνεται το «άριστα» στις 100 μονάδες.
Με βάση ξεχωριστό σύστημα βαθμολόγησης, η Ελλάδα βρίσκεται στην 28η θέση στην Ανάπτυξη Δεξιοτήτων (35 μονάδες), στην 27η θέση στην Ενεργοποίηση Δεξιοτήτων (32 μονάδες) και στην 30ή θέση στην Αντιστοίχιση Δεξιοτήτων (13 μονάδες).
Σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική για τις Πολιτικές Απασχόλησης που βρίσκεται σε διαβούλευση, διαπιστώνεται ότι σε σημαντικούς δείκτες που αφορούν την ενεργοποίηση και αντιστοίχιση δεξιοτήτων, η χώρα απέχει σημαντικά από το «ιδανικό» σημείο. Έτσι, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών παραμένει στην εκπαίδευση, καθώς επίσης η αναλογία δασκάλων-μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (70%) και η συμμετοχή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (59,1%) χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα ικανοποιητικές, η χώρα φαίνεται να υστερεί στη δυνατότητα που δίνει στο εργατικό δυναμικό να εντάξει τις δεξιότητές του στην αγορά εργασίας και να τις αντιστοιχίσει με τις ανάγκες της αγοράς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 10% των εργαζομένων συμμετείχε πρόσφατα σε κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης, κατά 20,9% υπήρξαν σπουδαστές σε κάποιο πρόγραμμα μαθητείας και σε ποσοστό 26,4% έχουν αναπτύξει ψηφιακές δεξιότητες. Ο ρόλος των επιχειρήσεων Οι λόγοι ποικίλλουν και δεν αφορούν μόνο την ποιότητα ή το είδος της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έχουν να κάνουν επίσης με το πώς οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται και συμβάλλουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Στοιχεία από την πρόσφατη Έρευνα των Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων 2019 δείχνουν πως ενώ σε σημαντικό ποσοστό οι ελληνικές επιχειρήσεις κρίνουν πως οι ανάγκες σε δεξιότητες αλλάζουν αρκετά γρήγορα, μεγάλο ποσοστό δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένο να επενδύσει σε εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού του.
Οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις βασίζονται κυρίως στην κατάρτιση κατά την εργασία (on-the-job training) και στην εκμάθηση από συναδέλφους, προκειμένου να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους, παρά σε πιο δομημένους τρόπους κατάρτισης. Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις φαίνεται να είναι περισσότερο απρόθυμες από επιχειρήσεις άλλων χωρών να επιτρέψουν στο προσωπικό τους να εκπαιδευτεί κατά τη διάρκεια του ωραρίου. Έτσι, ανεξαρτήτως μεγέθους, φαίνεται να αποδίδουν μέτρια σημασία στην ανάγκη εκπαίδευσης του προσωπικού τους.
Στην Ε.Ε., η ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση θεωρείται από τα πλέον σημαντικά εργαλεία για ένα επιχειρησιακό περιβάλλον το οποίο συνεχώς μετασχηματίζεται, εξελίσσεται και δημιουργεί νέες ανάγκες για γνώσεις και δεξιότητες. Τα στελέχη των επιχειρήσεων και οι εργαζόμενοί τους πρέπει να συμβαδίζουν με αυτές τις αλλαγές και να αποκτούν συνεχώς τις νέες ικανότητες που απαιτούνται τόσο για την αποτελεσματική λειτουργία της επιχείρησης όσο και για την προσωπική τους εξέλιξη.
Τα στοιχεία της Εθνικής Στρατηγικής δείχνουν ότι το έλλειμμα δεξιοτήτων και η προβληματική σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας διαφαίνονται και στους αντίστοιχους δείκτες ανεργίας. Έτσι, οι απόφοιτοι βασικής εκπαίδευσης (Δημοτικό-Γυμνάσιο) αντιμετωπίζουν το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (19,1%), σε σύγκριση με τους αποφοίτους δευτεροβάθμιας και μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ποσοστό ανεργίας 18,5%). Οι απόφοιτοι ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, συνεχίζουν να απορροφούνται με σχετικά καλύτερους ρυθμούς, αλλά το ποσοστό ανεργίας τους παραμένει υψηλό, δημιουργώντας συνθήκες για αύξηση της υποαπασχόλησης και μετανάστευσης.
Ειδικά για τους νέους αποφοίτους 15-24 ετών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, η απορρόφησή τους από την αγορά εργασίας παραμένει προβληματική, καθώς αντιμετωπίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. H Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά αποφοίτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας (ανώτερης και ανώτατης) εκπαίδευσης, οι οποίοι όμως αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας.
Οι επιχειρήσεις είτε δεν δημιουργούν επαρκή αριθμό θέσεων εργασίας με τις αντίστοιχες απαιτήσεις γνώσεων και δεξιοτήτων είτε κρίνουν πως οι απόφοιτοι δεν κατέχουν τις απαιτούμενες δεξιότητες, ενώ παράλληλα δεν προτίθενται και να επενδύσουν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων αυτών. Φαίνεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αναζητούν ένα εργατικό δυναμικό με ετοιμότητα προς εργασία και προσαρμοστικότητα στις διαφορετικές ανάγκες και τις απαιτήσεις.