Η 24η Φεβρουαρίου του 2022 θεωρείται ένα σημείο καμπής στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή, που πυροδότησε ένα αγώνα για την αλλαγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων- ακόμα και από χώρες που είναι ευνοημένες ή ηγούνται του συστήματος.
Η 24η Φεβρουαρίου του 2022 θεωρείται ένα σημείο καμπής στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή, που πυροδότησε ένα αγώνα για την αλλαγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων- ακόμα και από χώρες που είναι ευνοημένες ή ηγούνται του συστήματος.
Η αλλαγή αυτή που έφερε ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μεμονωμένο γεγονός, σημειώνει ο δημοσιογράφος Τζέρεμι Κλιφ του New Statesman και εξηγεί: (Ο πόλεμος) ήρθε σε ένα ταραχώδες παγκόσμιο σκηνικό με τις καταστροφές των πολέμων του Ιράκ και του Αφγανιστάν, την άνοδο της Κίνας και τη σχετική παρακμή της Δύσης, τνη αναταραχή της προεδρίας Τραμπ, τη φθίνουσα σημασία της Ευρώπης, τη στροφή προς μια πιο πολυπολική και άναρχη παγκόσμια τάξη και, πιο πρόσφατα, την πανδημία Covid-19.
Για τον Κλιφ, την επομένη του πολέμου ο κόσμος ξύπνησε σε μια νέα πραγματικότητα η οποία προετοιμαζόταν από καιρό και θα χρειαστεί επίσης μερικά χρόνια για να γίνει εμφανής. «Η Γαλλική Επανάσταση ήταν κάτι περισσότερο από την Πτώση της Βαστίλης. Η έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν κάτι περισσότερο από τα πρώτα γερμανικά τανκς που έφτασαν στην Πολωνία. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν κάτι περισσότερο από το τείχος του Βερολίνου που έπεσε στις 9 Νοεμβρίου 1989. Αν όντως εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή, η μεταβατική περίοδος σίγουρα θα χρονολογηθεί τουλάχιστον στις αρχές του 2020 και τουλάχιστον ως αργά το 2023», λέει χαρακτηριστικά.
Αυτός ο νέος κόσμος που αναδύεται και το μέλλον της παγκόσμιας τάξης περνάει μέσα από την Ταϊβάν και θα κριθεί στον πόλεμο των ημιαγωγών, υποστηρίζει από την πλευρά του ο Μπρούνο Μασάες του New Statesman. «Είναι το τελευταίο, τελικά, που θα αποφασίσει τι όπλα θα πέσουν στις μάχες που συμβαίνουν στον ανθρώπινο κόσμο», λέει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ένας από τους στόχους της Ευρώπης και των ΗΠΑ ήταν να στερήσουν τη Ρωσία από την πρόσβαση στα τσιπ που χρειάζεται για την κατασκευή αεροσκαφών και πυραύλων ή για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της. «Ήταν ζωτικής σημασίας να ενταχθεί η Ταϊβάν στις κυρώσεις, κάτι που έγινε. Η Κίνα έγινε γρήγορα εναλλακτικός προμηθευτής για τη Ρωσία, αλλά δεν είναι ακόμη σε θέση να παράγει τα πιο προηγμένα τσιπ. Το μήνυμα από τη Δύση ήταν ξεκάθαρο: εάν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν, θα αποκλειόταν ομοίως από την πρόσβαση σε ημιαγωγούς και οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές για μια οικονομία με τόσο αδηφάγα όρεξη για τσιπ», σχολιάζει.
Μια προφανής περιπλοκή επομένως είναι ότι τα προηγμένα τσιπ κατασκευάζονται κυρίως στην Ταϊβάν. Ενδεικτικό είναι ότι η εταιρεία TSMC από την Ταϊβάν παράγει το 50% των μικροτσίπ, ενώ στην επιμέρους αγορά των πιο προηγμένων μικροτσίπ το μερίδιό της εκτινάσσεται στο εντυπωσιακό 90%.
Για να επιβιώσει μια εταιρεία ημιαγωγών, χρειάζεται κεφάλαιο και ταλέντο σε συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες, αναφέρει ο Μασάες, γι αυτό και είναι λίγες αυτές που μπορούν να συμβαδίσουν με αυτόν τον ρυθμό. Επομένως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι καλύτερες μάρκες έχουν γίνει δυσεύρετες, με μόνο τρεις εταιρείες να μπορούν να προμηθεύσουν την αγορά.
Όπως έχει γράψει το naftemporiki.gr, τα μικροτσίπ είναι τα γρανάζια στο τεράστιο ρολόι της σύγχρονης εποχής και όσοι αναπτύσσουν και κατασκευάζουν τον γρηγορότερο και μικρότερο ημιαγωγό,έχουν τεχνολογικό πλεονέκτημα σε πολλούς τομείς. Τα σύγχρονα οπλικά συστήματα από μόνα τους χρειάζονται τα καλύτερα μικροτσίπ, αλλά και τα αυτοκίνητα, τα κινητά τηλέφωνα και τα ψυγεία χρειάζονται επίσης αυτά τα μικροσκοπικά εξαρτήματ. Οι σημαντικότερες αμερικανικές αλλά και ευρωπαικές εταιρείες εξαρτώνται από τους ημιαγωγούς της Ταϊβάν. Οσο κι αν η Ουάσιγκτον αλλά και οι Βρυξέλλες έχουν δεσμευτεί να αναπτύξουν την βιομηχανία μικροτσίπ, η εξάρτηση από την Ταϊβάν θα κρατήσει χρόνια.
Σύμφωνα με τον Μασάες, τους τελευταίους μήνες υπήρξαν αναφορές ότι η Κίνα άρχισε να ανταγωνίζεται τον ηγέτη του κλάδου, TSMC. Η διασφάλιση ότι η Κίνα δεν εξαρτάται πλέον από κατασκευαστές τσιπ στο εξωτερικό έγινε προτεραιότητα για το Πεκίνο, αφού η Ουάσιγκτον αρνήθηκε την πρόσβαση της Huawei σε αμερικανικά στοιχεία λογισμικού και υλικού. Πολλά από αυτά παραμένουν άκρως απόρρητα, αλλά μια σπάνια έκθεση από τη Nikkei Asia το 2021 περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία στην Κίνα μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων του κλάδου και πολιτικών αξιωματούχων των οποίων η αποστολή είναι να επανεξετάσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την ανάπτυξη εγγενών ικανοτήτων ημιαγωγών και να δημιουργήσει ένα νέο δίκτυο.
Η Shanghai Micro Electronics Equipment, υπό τον έλεγχο της πλειοψηφίας από τη δημοτική κυβέρνηση της Σαγκάης, θεωρείται ως εθνικός πρωταθλητής που θα μπορούσε κάποια μέρα να ανταγωνιστεί τους κατασκευαστές μηχανών λιθογραφίας της ASML, της ολλανδικής εταιρείας που είναι υπεύθυνη για καινοτομίες στην ακραία υπεριώδη ακτινοβολία. Ένας γνώστης της βιομηχανίας αποκαλεί την τεχνολογία μια μορφή «μαύρης μαγείας». Η Κίνα προσπαθεί να ανακαλύψει τα μυστικά της, αλλά σε άλλους τομείς η πρόοδος είναι εκπληκτική: Η Yangtze Memory Technologies παράγει τσιπ μνήμης 128 επιπέδων στη Γουχάν και λέγεται ότι είναι κοντά στο να ανακοινώσει ένα τσιπ 192 επιπέδων, το «Himalaya», για να ανταγωνιστεί το Burj Khalifa, ένα τσιπ 176 επιπέδων που ανακοινώθηκε από τον αμερικανικό κατασκευαστή Micron πέρυσι.
«Ένας πόλεμος στην Ταϊβάν μπορεί να στερήσει από όλους, όχι μόνο την Κίνα, την τελευταία γενιά τσιπ, πυροδοτώντας μια παγκόσμια βιομηχανική ύφεση», προειδοποιεί ο Μασάες. Γι αυτό και οι περισσότεροι αναλυτές δυσπιστούν ότι η ένταση στα στενά της Ταϊβάν θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μετωπική σύγκρουση, μη αποκλείοντας ωστόσο ένα θερμό επεισόδιο που και πάλι θα επηρέαζε την παγκόσμια οικονομία.
naftemporiki.gr