Μπορεί να μην ήταν αναμενόμενο, αλλά η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα μείωσε χθες δυο από τα βασικά της επιτόκια, με τα οποία δανείζει χρήματα στις τράπεζες. Στόχος: να αυξηθεί η ρευστότητα των τραπεζών ώστε να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια και να στηρίξουν έτσι την οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Μπορεί να μην ήταν αναμενόμενο, αλλά η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα μείωσε χθες δυο από τα βασικά της επιτόκια, με τα οποία δανείζει χρήματα στις τράπεζες. Στόχος: να αυξηθεί η ρευστότητα των τραπεζών ώστε να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια και να στηρίξουν έτσι την οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Η πολιτική του «μηδενικού Covid» που συνεχίζει να εφαρμόζει η Κίνα με ιδιαίτερα αυστηρούς περιορισμούς, επιβαρύνει την οικονομία με απροσδόκητες διακοπές λειτουργίας επιχειρήσεων και πτώση των πωλήσεων στα καταστήματα.
Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, τον Ιούλιο, οι λιανικές πωλήσεις και η βιομηχανική παραγωγή στην Κίνα παρουσίασαν απροσδόκητη επιβράδυνση, ενώ οι αναλυτές περίμεναν επιτάχυνση. Πολλές επιχειρήσεις είναι κλειστές και για να διατηρηθεί η παραγωγή σε στρατηγικούς τομείς, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να ζουν απομονωμένοι σε εργοστάσια. Αυτές οι πολιτικές, σε συνδυασμό με την δαπανηρή εκστρατεία ελέγχου του πληθυσμού, συνεπάγονται σημαντικό άμεσο και έμμεσο οικονομικό κόστος στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Υπάρχει μια «απώλεια ταχύτητας » στην ανάκαμψη μετά την πανδημία, δήλωσε στο AFP ο Κεν Τσεουνγκ, αναλυτής της ιαπωνικής τράπεζας Mizuho.
Με δεδομένο το ρόλο της Κίνας ως του «εργοστάσιου του κόσμου», η κινεζική οικονομία δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από την ενεργειακή κρίση στη Δύση, που σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, υποχρεώνει τα νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο να σφίγγουν τα ζωνάρια τους για να αντιμετωπίσουν την ταχεία αύξηση του κόστους ζωής. «Οι Κινέζοι κατασκευαστές όλων των προϊόντων, από χριστουγεννιάτικα στολίδια μέχρι ρούχα και παιγνίδια, λένε ότι οι παραγγελίες στο εξωτερικό τελειώνουν», σύμφωνα με διευθυντές εξαγωγών που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg.
«Οι καταναλωτές στον υπόλοιπο κόσμο δεν έχουν τα χρήματα να ξοδέψουν και με τον αυξανόμενο πληθωρισμό η πτώση της ζήτησης μας έχει επηρεάσει», δήλωσε η Γουέντι Μα, διευθύντρια μάρκετινγκ σε μια κλωστοϋφαντουργία στην πόλη Νίγκμπο της ανατολικής Κίνας. «Οι παραγγελίες για είδη όπως κουμπιά, φερμουάρ και κλωστές ραπτικής μειώθηκαν περίπου 30% τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καθώς η ζήτηση από μεγάλες αγορές όπως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη μειώθηκε», πρόσθεσε.
Την ίδια ώρα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι υψηλότεροι από ποτέ, η ένταση με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ταϊβάν κλιμακώνεται, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μια γενική δυσπιστία για επενδύσεις σε κινεζικές. Η «οικονομική αποσύνδεση» ΗΠΑ-Κίνας επιταχύνεται καθώς ο ανταγωνισμός των δύο πλευρών πλήττει και τα χρηματιστήρια. Πέντε από τις μεγαλύτερες κρατικές εταιρείες της Κίνας ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να διαγραφούν από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για τις εταιρείες -κολοσσούς :PetroChina Co Ltd, China Life Insurance Co. China Petroleum & Chemical Corp, Aluminium Corp of China και Sinopec Shanghai Petrochemical Co, που αντιπροσωπεύουν περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφαλαιοποίηση.
Η Aluminium Corp of China (10,29 δισεκατομμύρια δολάρια) είναι επίσης ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός αλουμίνας στον κόσμο και ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός πρωτογενούς αλουμινίου.
Ο λόγος για την απόσυρση από την Γουόλ Στρητ είναι ο μεγαλύτερος έλεγχος των κινεζικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον οποίο επιμένουν οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές από τότε που ψηφίστηκε η σχετική νομοθεσία στο Κογκρέσο το 2020, Επί διακυβέρνησης του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Το Πεκίνο έκανε λόγο για πολιτική «καταστολής» ενάντια στις κινεζικές εταιρείες και για «οικονομική αποσύνδεση».
Από την άποψη της κεφαλαιοποίησης της αγοράς στη Γουόλ Στέητ (που σήμερα ανέρχεται στα 26,2 τρισεκατομμύρια δολάρια), η αποχώρηση των πέντε κινεζικών εταιρειών δεν αποτελεί μια σεισμική εξέλιξη αυτή καθεαυτή, αλλά έχει επιπτώσεις.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ είχε θέσει 159 κινεζικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα στη λίστα παρακολούθησης για διαγραφή, από τα τέλη Ιουλίου.
Προφανώς, το συμφέρον της Κίνας έγκειται στην επίτευξη συναίνεσης. Στο μέλλον, η τελική λυδία λίθος θα είναι εάν περισσότερες μεγάλες κινεζικές κρατικές εταιρείες διαγραφούν ή όχι από την Γουόλ Στρητ, καθώς περίπου 250 κινεζικές εταιρείες είναι εισηγμένες στις ΗΠΑ. Δεν αποκλείεται πάντως οι κινεζικές εταιρείες να αλλάξουν τις προσεγγίσεις χρηματοδότησής τους – για παράδειγμα, να εισέλθουν στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ όπως δήλωσε η Alibaba – αντί να εκτεθούν σε αυξανόμενους πολιτικούς κινδύνους στις ΗΠΑ.
Ιδιαίτερα καθώς, γεωπολιτικοί κίνδυνοι όπως η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία έχουν εισαγάγει ένα νέο πρότυπο – την επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα.
Κορυφαίοι δυτικοί πολιτικοί υπαινίχθηκαν ότι παρόμοιες κυρώσεις θα μπορούσαν να γίνουν και στην Κίνα εάν παρέχει βοήθεια στη Ρωσία. Φυσικά αυτό είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει πράξη, δεδομένου του τεράστιου μεγέθους της κινεζικής οικονομίας σε σύγκριση με τη Ρωσία και του υψηλού βαθμού αλληλεξάρτησης στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, αλλά και ΕΕ-Κίνας.
Στον απόηχο της επίσκεψης της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελοπίου στη στην Ταϊπέι στις 2-3 Αυγούστου, κινεζικές πηγές απείλησαν με «σοβαρές και ευρείας κλίμακας επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας. Η κορυφαία κινεζική εταιρεία κατασκευής μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων, Amperex Technology Co, ανακοίνωσε ότι αναστέλλει τα σχέδιά της για ένα εργοστάσιο πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Βόρεια Αμερική.
«Η σύγκρουση δεν μας οδηγεί πουθενά. Πάντα πίστευα ότι μπορείς να μιλήσεις με τους Κινέζους και να καταλήξεις σε συμφωνία» τονίζει ο Γερμανός αναλυτής Φέρντιναντ Ντιντενχόφερ.
Πρέπει οι εταιρείες να γυρίσουν την πλάτη τους στην Κίνα ως επιχειρηματική τοποθεσία; Ο Φέρντιναντ Ντιντενχόφερ προειδοποιεί ότι οι συνέπειες μιας σύγκρουσης της Ευρώπης με την Κίνα δεν θα μπορούσαν να «αντιμετωπιστούν με όλα τα πακέτα βοήθειας, όσο καλά κι αν είναι». Ο κόσμος θα διχαζόταν και «δεν θα υπήρχε επιστροφή». Ταυτόχρονα, το Πεκίνο προχώρησε στη μεγαλύτερη στον κόσμο συμφωνία ελεύθερου εμπορίου RCEP με 15 χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού. Παρεμπιπτόντως, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία συμμετέχουν επίσης στο RCEP. Η Toyota καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να πουλήσει περισσότερα αυτοκίνητα στην Κίνα. Το ίδιο κάνουν και οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες General Motors και Ford. «Το δόγμα της αποσύνδεσης είναι λίγο αφελές» λέει ο Γερμανός αναλυτής. Γιατί οι δυνατότητες στην Κίνα είναι ακόμα τεράστιες. Και επειδή η Κίνα θα πάρει μαζί της άλλες ασιατικές χώρες και την Αφρική. Ποια ήταν η στρατηγική της Δύσης για την Αφρική τα τελευταία 50 χρόνια; Να εισάγουμε από τη Μαύρη Ήπειρο πετρέλαιο, χρυσό, χαλκό και άλλες πρώτες ύλες. Με τον νέο Δρόμο του Μεταξιού όμως, οι Κινέζοι χτίζουν ένα δίκτυο logistics που θα βιομηχανοποιήσει την Αφρική. Φυσικά η Κίνα βγάζει χρήματα με αυτό, αλλά η Αφρική έχει μέλλον.
Προκειμένου να κατανοήσουμε την παγκόσμια σημασία της Κίνας σήμερα, είναι απαραίτητο να γυρίσουμε πίσω σχεδόν 21 χρόνια: Ηταν το 2001 που άλλαξαν τόσα πολλά πράγματα για την Κίνα και την παγκόσμια οικονομία. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την υποστήριξη του Πεκίνου στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», οι ΗΠΑ υποστήριξαν τότε την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Η ένταξη δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ξένες επενδύσεις, τις οποίες θέλει επειγόντως το Πεκίνο. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα εφάρμοσε δίκαιες συνθήκες για τις ξένες εταιρείες και δεσμεύτηκε να αποτρέψει την πειρατεία προϊόντων και την κλοπή τεχνολογίας.
Ως αποτέλεσμα της ένταξης στον ΠΟΕ, ξεκίνησε αυτό που είναι ίσως η πιο ισχυρή οικονομική ανάκαμψη στην παγκόσμια ιστορία: Έγιναν επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων,εκατοντάδες χιλιάδες ξένες εταιρείες πλημμύρισαν τη χώρα. Το κινεζικό ΑΕΠ αυξανόταν οκτώ, εννέα, δέκα, ακόμη και 12%, ετησίως. «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην είμαστε στην Κίνα», είπαν σύντομα πολλές δυτικές εταιρείες. Η Κίνα είναι η αγορά του μέλλοντος. Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα ήταν πάντως η πραγματική κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Όταν η χρηματοπιστωτική κρίση έφερε την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης το 2008, ήταν ακριβώς το Πεκίνο που επανέφερε τα πράγματα σε καλό δρόμο με ένα τεράστιο πακέτο υποδομών.
Αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Daimler, η VW και η BMW εξαρτώνται από καιρό από τη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά του κόσμου, όπου πωλούν περίπου το ένα τρίτο των οχημάτων τους.Όταν πρόκειται για τις σπάνιες γαίες –απαραίτητες για την κατασκευή smartphone, για παράδειγμα– η Κίνα έχει το μονοπώλιο. Το 60% του αλουμινίου προέρχεται τώρα από την Κίνα.
Η εξάρτηση της Δύσης είναι πιο εμφανής όταν πρόκειται για την ενεργειακή μετάβαση: περίπου το 80% όλων των ηλιακών κυψελών κατασκευάζονται στην Κίνα. Περίπου το 50% του πολυπυριτίου, που είναι σημαντικό για τα φωτοβολταϊκά, προέρχεται από τέσσερα μεγάλα εργοστάσια στην επαρχία Σινγιάνγκ.
Η Κίνα δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή και φιλόδοξη και δεν επηρέασε τόσο πολύ την παγκόσμια ισορροπία,όσο επί της ηγεσίας του προέδρου Σι Τζινπίνγκ. Όταν ο Σι Τζινπίνγκ ανέλαβε την εξουσία στην Κίνα πριν 10 χρόνια, πολλοί τον είδαν ως άλλο ένα ηγετικό στέλεχος του Κινεζικού Κομμουνιστικού κόμματος. Αλλά υπό την ηγεσία του, η δυτική οικονομία έγινε εξαρτημένη από την Κίνα.
Τον Μάρτιο του 2018, ο Σι τροποποίησε το σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, γεγονός που του δίνει το δικαίωμα να εξελιχθεί ακόμη και σε ισόβιο πρόεδρο. Για πρώτη φορά μάλιστα μετά τον Μάο Τσε Τουνγκ, ένας Κινέζος ηγέτης έχει συγκεντρώσει τόση δύναμη. Ο Σι Τζινπίνγκ επεκτείνει συνεχώς τη στρατιωτική ισχύ της Κίνας και την επιδεικνύει ολοένα και περισσότερο στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στον Ειρηνικό, μεταξύ άλλων με στόχο την ενσωμάτωση της Ταϊβάν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Η αναμενόμενη επανεκλογή του Σι στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας στο 20ο συνέδριο του κόμματος τον προσεχή Νοέμβριο, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την εξουσία του Κινέζου ηγέτη.