Την πρώτη επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών σε όλο το εύρος του τομέα από τον Φεβρουάριο του 2021, κατέγραψαν τον Ιούλιο οι Έλληνες κατασκευαστές, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI από την S&P Global.
Την πρώτη επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών σε όλο το εύρος του τομέα από τον Φεβρουάριο του 2021, κατέγραψαν τον Ιούλιο οι Έλληνες κατασκευαστές, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI από την S&P Global.
Σύμφωνα με την έρευνα, η πτώση ήταν αποτέλεσμα του ταχύτερου ρυθμού μείωσης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς η ζήτηση από την πλευρά των πελατών υπέστη μεγαλύτερη πίεση λόγω των αυξήσεων στις τιμές.
Οι ασθενείς συνθήκες ζήτησης και οι χαμηλότερες απαιτήσεις παραγωγής απελευθέρωσαν μέρος του παραγωγικού δυναμικού, δεδομένου ότι οι αδιεκπεραίωτες εργασίες σημείωσαν απότομη μείωση. Κατ’ επέκταση, το επίπεδο απασχόλησης αυξήθηκε ελάχιστα, καθώς ορισμένες επιχειρήσεις προέβησαν σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων.
Σε αντίθεση με τη δριμεία υποχώρηση των νέων παραγγελιών, οι κατασκευαστές εξέφρασαν μεγαλύτερη αισιοδοξία ως προς τις προοπτικές για την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος, χάρη στις ελπίδες για εκ νέου αύξηση της ζήτησης. Εν τω μεταξύ, οι πληθωριστικές πιέσεις αμβλύνθηκαν. Οι τιμές εισροών και οι χρεώσεις εκροών αυξήθηκαν με τον ηπιότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο και τον Αύγουστο του 2021, αντίστοιχα.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) κατέγραψε 49.1 μονάδες τον Ιούλιο, τιμή χαμηλότερη από τις 51.1 μονάδες του Ιουνίου. Η τελευταία τιμή του κύριου δείκτη ήταν η πρώτη που καταγράφεται κάτω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50,0 μονάδων από τον Φεβρουάριο του 2021 και υπέδειξε την ταχύτερη επιδείνωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα από τον Δεκέμβριο του 2020.
Η υποχώρηση της παραγωγής για δεύτερο συνεχή μήνα συνέβαλε στη συνολική πτώση. Η μείωση της παραγωγής επιταχύνθηκε με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τα τέλη του 2020, καθώς οι επιχειρήσεις δήλωσαν ότι οι χαμηλότερες εισροές νέων παραγγελιών και οι δύσκολες συνθήκες ζήτησης οδήγησαν σε μειωμένες απαιτήσεις παραγωγής.
Οι νέες παραγγελίες συρρικνώθηκαν απότομα τον Ιούλιο, σε έντονη αντίθεση με την ισχυρή αύξηση που παρατηρήθηκε στις αρχές του έτους. Ο ρυθμός συρρίκνωσης αυξήθηκε στον ταχύτερο που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2020, καθώς οι επιχειρήσεις υπογράμμισαν ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις μείωσαν την αγοραστική ικανότητα των πελατών.
Παράλληλα, η ζήτηση των πελατών από το εξωτερικό σημείωσε περαιτέρω υποχώρηση. Οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα ενάμισι έτους.
Οι δύσκολες συνθήκες ζήτησης ανάγκασαν ορισμένες επιχειρήσεις να περιορίσουν τις δραστηριότητες προσλήψεων στις αρχές του τρίτου τριμήνου. Η απασχόληση αυξήθηκε μόλις οριακά και με τον βραδύτερο ρυθμό από τον Φεβρουάριο του 2021, ενώ ορισμένες εταιρείες ανέφεραν μείωση στον αριθμό των εργαζομένων λόγω των χαμηλότερων εισροών νέων παραγγελιών.
Οι ενδείξεις πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού προήλθαν από την απότομη υποχώρηση των αδιεκπεραίωτων εργασιών τον Ιούλιο στις εγκαταστάσεις των Ελλήνων κατασκευαστών. Η μείωση των ανειλημμένων εργασιών ήταν η δριμύτερη που έχει καταγραφεί από τις αρχές του 2021, καθώς οι επιχειρήσεις υπογράμμισαν την ύπαρξη επαρκούς παραγωγικού δυναμικού για τη διεκπεραίωση των εισερχόμενων νέων εργασιών.
Όσον αφορά τα θετικά στοιχεία, υπήρξε κάποια ανακούφιση για τους κατασκευαστές, καθώς ο ρυθμός αύξησης του κόστους υποχώρησε στον χαμηλότερο από τον Ιανουάριο του 2021. Παρότι ο ρυθμός αύξησης της επιβάρυνσης κόστους εξακολουθούσε να κυμαίνεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, ήταν αισθητά βραδύτερος από τον ρυθμό-ρεκόρ που παρατηρήθηκε στα τέλη του περασμένου έτους. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αναφέρθηκαν αυξήσεις τιμών, συνδέθηκαν με τις υψηλότερες δαπάνες ενέργειας, πρώτων υλών και μεταφορών.
Κατ’ αναλογία με τη βραδύτερη αύξηση της επιβάρυνσης κόστους, οι επιχειρήσεις κατέγραψαν ηπιότερη άνοδο των τιμών πώλησης τον Ιούλιο. Ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων υποχώρησε στον βραδύτερο που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2021. Εν τω μεταξύ, οι ασθενείς συνθήκες ζήτησης είχαν ως αποτέλεσμα τη χαμηλότερη αγοραστική δραστηριότητα από την πλευρά των Ελλήνων παραγωγών αγαθών. Η πτώση των αγορών εισροών ήταν η ταχύτερη από τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ μειώθηκαν επίσης και τα αποθέματα προμηθειών. Οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν με βάση τα αποθέματα οδήγησαν σε απότομη μείωση των αποθεμάτων ετοίμων προϊόντων.
Τέλος, τον Ιούλιο βελτιώθηκαν οι προσδοκίες για την παραγωγή όσον αφορά το επόμενο έτος. Μολονότι η αισιοδοξία παρέμεινε κάτω από τον μέσο όρο που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας, ήταν βελτιωμένη χάρη στις ελπίδες για μεγαλύτερη σταθερότητα των τιμών και νέα αύξηση των πωλήσεων.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην S&P Global Market Intelligence, είπε:
«Η χαμηλότερη δυναμική ανάπτυξης που παρατηρείται σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα από τις αρχές του έτους είχε, τον Ιούλιο, ως αποτέλεσμα την πρώτη συρρίκνωση των λειτουργικών συνθηκών που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2021. Ο αντίκτυπος του πληθωρισμού στις δαπάνες των πελατών εξακολούθησε να επηρεάζει αρνητικά τις νέες πωλήσεις, καθώς η απότομη μείωση των νέων παραγγελιών είχε ως αποτέλεσμα τη χαμηλότερη παραγωγή.
Παρόλα αυτά, οι πληθωριστικές πιέσεις υποχώρησαν αισθητά στις αρχές του τρίτου τριμήνου. Οι επιχειρήσεις μετακύλισαν τυχόν μειώσεις του κόστους, δεδομένου ότι οι τιμές πωλήσεων αυξήθηκαν με τον βραδύτερο ρυθμό σε διάστημα ενός έτους περίπου.
Παρότι οι κίνδυνοι που πάντα ελλοχεύουν για την ανάπτυξη παρέμειναν σημαντικοί, οι κατασκευαστές εξέφρασαν μεγαλύτερη αισιοδοξία σχετικά με τις προσδοκίες για το επόμενο έτος. Προς το παρόν προβλέπουμε αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής ύψους 1.7% για το 2022».