Σημαντική διεύρυνση του μεριδίου του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας αναμένεται τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Σημαντική διεύρυνση του μεριδίου του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας αναμένεται τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Οι παράγοντες που ωθούν τη ζήτηση φυσικού αερίου σε υψηλότερα επίπεδα είναι η επέκταση του δικτύου, η χαμηλότερη τιμή του σε σχέση με άλλα ανταγωνιστικά ενεργειακά αγαθά, η αναγκαιότητα συμμόρφωσης με τους στόχους και τις δεσμεύσεις της χώρας για το περιβάλλον, η διεύρυνση της χρήσης του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή και τα κίνητρα που παρέχονται από την πολιτεία μέσω φορολογικής και τιμολογιακής πολιτικής.
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ το φυσικό αέριο έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι η αύξηση στη χρήση του αποτελεί βασική συνιστώσα μιας σύγχρονης εθνικής ενεργειακής πολιτικής, στο πλαίσιο των αυξημένων πιέσεων για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και επίτευξη υψηλότερων βαθμών απόδοσης του ενεργειακού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σημαντική αύξηση του βαθμού διείσδυσης του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας και στην περίοδο 1995 – 2006 η κατανάλωση φυσικού αερίου ενισχύθηκε με μέσο ρυθμό 46% ετησίως, απορροφώντας μέρος των μεριδίων των προϊόντων πετρελαίου και του άνθρακα. Παρά την σημαντική αύξηση, η εγχώρια αγορά φυσικού αερίου βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, αποτελώντας μικρό ενεργειακό παίκτη στο διεθνές περιβάλλον βάσει του μεγέθους της, το οποίο το 2006 ανήλθε στα 2.747 χιλ. toe.
Η χρήση του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (τομέας μετατροπής) απορροφά περισσότερο από τα 2/3 της συνολικής πρωτογενούς διαθέσιμης ποσότητας φυσικού αερίου. Σε επίπεδο τελικής κατανάλωσης, ο βιομηχανικός τομέας είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής, με ποσοστό συμμετοχής κατά μέσο όρο 81% στην τελική συνολική ζήτηση την πενταετία 2001-2006, και ακολουθούν ο τομέας των υπηρεσιών με 8,6%, τα νοικοκυριά με 8,2% και ο τομέας των μεταφορών με 2,3%.
Μεγάλη αύξηση των νέων συνδέσεων
Ο αριθμός των νέων συνδέσεων φυσικού αερίου στις περιοχές των ΕΠΑ, σε όλους τους τομείς (βιομηχανικό, εμπορικό, οικιακό), κατά την περίοδο 2004-2007 σημείωσε σημαντική αύξηση. Συνολικά το 2007 οι νέες συνδέσεις εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 34.876 έναντι 31.095 το προηγούμενο έτος (αύξηση κατά 12%). Κατά τη διάρκεια του 2007 οι περισσότερες νέες συνδέσεις (20.000) πραγματοποιήθηκαν στην Θεσσαλονίκη, και ειδικότερα στον οικιακό τομέα (19.715). Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Αττική, με τον ρυθμό αύξησης των νέων συνδέσεων φυσικού αερίου να κινείται σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από αυτά του αντίστοιχου της Θεσσαλίας (30% έναντι 13%).
Η ζήτηση φυσικού αερίου προσδιορίζεται κυρίως από την τιμή του, και τα κίνητρα που παρέχονται από την πολιτεία μέσω φορολογικής και τιμολογιακής πολιτικής. Η πληροφόρηση για το φυσικό αέριο σε συνδυασμό με την επέκταση του δικτύου συμβάλλουν επίσης στην αύξηση της ζήτησης. Κρίσιμος παράγοντας είναι και η ελάχιστη ποσότητα εισαγωγών φυσικού αερίου που καταγράφεται στις συμβάσεις με τους βασικούς προμηθευτές.
Για τη διαμόρφωση της τιμής του φυσικού αερίου ως βάση λαμβάνεται η μέση τιμή του πετρελαίου θέρμανσης, σύμφωνα με την ελεύθερα διαμορφούμενη τιμή διυλιστηρίου, όπως αυτή γνωστοποιείται από το Υπουργείο Ανάπτυξης. Στην τιμή αυτή προστίθενται το περιθώριο κέρδους των διανομέων, οι νόμιμοι φόροι και ο ΦΠΑ, ενώ λαμβάνονται υπόψη και οι βαθμοί απόδοσης καύσης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η τελική τιμή χρέωσης του φυσικού αερίου διαμορφώνεται πάντοτε έτσι ώστε να είναι κατά 20% χαμηλότερη από την με τον παραπάνω τρόπο υπολογισθείσα τελική τιμή του πετρελαίου. Βέβαια, υπάρχει πιθανότητα το επόμενο διάστημα, που είναι κρίσιμο από πλευράς καταναλώσεων λόγω χειμώνα, και εφόσον το πετρέλαιο παραμείνει στα σημερινά επίπεδα (ή και χαμηλότερα) η τιμή του φυσικού αερίου για κάποια περίοδο (2-3 μήνες) να είναι υψηλότερη από αυτή του πετρελαίου θέρμανσης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την περιοδικότητα των οικιακών καταναλώσεων θα έχει επιπτώσεις είτε στις ΕΠΑ (εφόσον εμμείνουν στη διαφοροποίηση του θερμιδικού κόστους του φυσικού αερίου κατά 20% σε σχέση με το ανταγωνιστικό καύσιμο) είτε στα νοικοκυριά που θα πρέπει να ελπίζουν σε ενδεχόμενη αναπλήρωση της ζημιάς κατά τον επόμενο χειμώνα.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, το φυσικό αέριο αποτελεί τη φθηνότερη ενεργειακή πηγή στην εσωτερική αγορά τόσο για τη βιομηχανία όσο και για τα νοικοκυριά. Η τιμή του στη βιομηχανία είναι περίπου κατά 50% χαμηλότερη από την τιμή του πετρελαίου εσωτερικής καύσεως την περίοδο 1997-2005, και στον οικιακό τομέα είναι κατά 20% και 60% χαμηλότερη από την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης και αυτή της ηλεκτρικής ενέργειας. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό του φόρου για τα νοικοκυριά προσέγγισε κατά μέσο όρο το 8% του συνόλου της τιμής. Από την άλλη πλευρά, για τη βιομηχανία, και προκειμένου να επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα του φυσικού αερίου σε σχέση με το μαζούτ, η οποία είναι απολύτως οριακή, παρέχονται ειδικές εκπτώσεις (φοροαπαλλαγές) επί του τιμολογίου των ΕΠΑ.
Σε διεθνές επίπεδο, η μαζική στροφή προς το φυσικό αέριο αρχίζει τη δεκαετία του 1970, σε μια προσπάθεια των χωρών να περιορίσουν τις επιπτώσεις από την υψηλή εξάρτηση των οικονομιών τους από το πετρέλαιο. Η παγκόσμια παραγωγή φυσικού αερίου εκτιμάται ότι ξεπέρασε τα 3 τρισ. κυβικά μέτρα το 2007, καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,8% την περίοδο 1990-2007. Η αυξανόμενη πορεία της κατανάλωσης φυσικού αερίου σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ένα από τα «καθαρότερα» προς το περιβάλλον καύσιμο σε σύγκριση με τον άνθρακα και τα πετρελαιοειδή. Σημαντική ώθηση στην κατανάλωση αναμένεται ότι θα δώσουν οι πολιτικές επιλογές των κρατών σχετικά με την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, δεδομένου ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνεται η χρήση του φυσικού αερίου.
Οι προτεραιότητες για την εγχώρια αγορά
Βασικές προτεραιότητες για την εγχώρια αγορά του φυσικού αερίου αποτελούν: (α) η αύξηση της συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, (β) η προσέλκυση νέων πελατών, (γ) η ανάπτυξη – προώθηση νέων χρήσεων του φυσικού αερίου και, τέλος, (δ) η αξιοποίηση των νέων υποδομών για αύξηση της ασφάλειας τροφοδοσίας. Ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εξέλιξη της αγοράς συνιστούν οι διεθνείς συνεργασίες με την Ιταλία, τις χώρες της Δυτικής Βαλκανικής, την Τουρκία και τις χώρες της Κασπίας διότι θα εξασφαλίσουν τον ενεργειακό εφοδιασμό της χώρας και θα δημιουργήσουν ανταγωνισμό στις τιμές προμήθειας.
Ωστόσο, σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, η ανάπτυξη της αγοράς του φυσικού αερίου συναντά ορισμένα εμπόδια, όπως η έλλειψη παροχής άμεσου οικονομικού κινήτρου από το Κράτος και η ελλιπής ενημέρωση των καταναλωτών. Κρίσιμα είναι επίσης και τα ζητήματα της εφαρμοζόμενης τιμολογιακής πολιτικής τόσο στον τομέα μετατροπής όσο και στο βιομηχανικό τομέα, η διασφάλιση συνέπειας μεταξύ ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής, η ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, η προώθηση της δημιουργίας νέων ενεργειακών διασυνδέσεων, η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς, η ενίσχυση του ρόλου της ΡΑΕ, η συνέχιση της ανάπτυξης των υποδομών μεταφοράς και διανομής και η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των υφιστάμενων εταιρειών παροχής αερίου από τη ΔΕΠΑ, για να μπορέσουν αυτές να λειτουργήσουν ελεύθερα μόλις ανοίξει περαιτέρω η αγορά.