Εν μέσω φόβων για τη βιωσιμότητα του χρέους στον ευρωπαϊκό Νότο εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, στην Ελλάδα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ταχύτερης του προγραμματισμένου αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Εν μέσω φόβων για τη βιωσιμότητα του χρέους στον ευρωπαϊκό Νότο εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, στην Ελλάδα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ταχύτερης του προγραμματισμένου αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Για το 2022, ο στόχος που τέθηκε με το πρόγραμμα σταθερότητας ήταν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να υποχωρήσει κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες και να διαμορφωθεί στο 180% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η διαφαινόμενη αύξηση του πληθωρισμού πάνω από τα επίπεδα που είχαν προϋπολογιστεί, και το ενδεχόμενο ταχύτερης ανάπτυξης σε πραγματικούς όρους δημιουργούν διαφορετικά δεδομένα.
Με το πρόγραμμα σταθερότητας, η κυβέρνηση έχει προβλέψει ρυθμό ανάπτυξης 3,1% (σε πραγματικούς όρους) και πληθωρισμό της τάξεως του 5,6%. Αθροίζοντας τα δύο ποσοστά, προκύπτει μια ετήσια μεταβολή του ονομαστικού ΑΕΠ της τάξεως του 8,7%, ικανή να ανεβάσει το ονομαστικό ΑΕΠ κοντά στα 197 δισ. ευρώ. Αν όμως ο πληθωρισμός ξεπεράσει το 8,5% σε μέσο ετήσιο επίπεδο όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΑΕΠ αναπτυχθεί με πραγματικούς όρους άνω του 4%, τότε το ΑΕΠ θα ξεπεράσει τα 200 δισ. ευρώ και η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα κλείσει κάτω από το προϋπολογισμένο όριο του 180%.
Η βελτίωση της αναλογίας αναμένεται να προέλθει από το σκέλος του παρονομαστή, δηλαδή του ΑΕΠ, καθώς το ονομαστικό ύψος του χρέους δεν αναμένεται να κινηθεί πάνω από τα προϋπολογισθέντα επίπεδα των 358-360 δισ. ευρώ. Ο φετινός προγραμματισμός του ΟΔΔΗΧ προβλέπει την έκδοση ομολόγων συνολικού ύψους 12 δισ. ευρώ. Εξ αυτών έχουν ήδη εκδοθεί (ή επανεκδοθεί) τίτλοι αξίας 6 δισ. ευρώ και δεν αποκλείεται να υπάρξει κίνηση πριν από το τέλος του καλοκαιριού, ώστε να ξεπεράσουμε το 50% του ετήσιου στόχου πριν από τον Σεπτέμβριο.
Στον… ορίζοντα υπάρχει επίσης η άντληση 1 δισ. ευρώ από την αναστολή του προγράμματος περιορισμού των οφειλών στα έντοκα γραμμάτια, αλλά και η απορρόφηση επιπλέον 1 δισ. ευρώ από τα αδιάθετα του προγράμματος SURE. Έτσι, για το τελευταίο 4μηνο της χρονιάς -περίοδο που αναμένεται να χαρακτηριστεί από έντονη αβεβαιότητα- θα υπολείπεται περιορισμένος αριθμός εκδόσεων ομολόγων. Από μόνο του αυτό το γεγονός χαρακτηρίζεται ως θετικό, καθώς η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να «στριμωχτεί» στο τέλος του χρόνου με τις υπόλοιπες χώρες που θα προχωρούν μαζικά σε εκδόσεις ομολόγων για να καλύψουν τις ετήσιες δανειακές τους ανάγκες.
Με άθροισμα πληθωρισμού και ανάπτυξης άνω του 12%, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ ακόμη και στα 205-207 δισ. ευρώ. Με συγκράτηση του χρέους στην περιοχή των 360 δισ. ευρώ (υπολογίζεται πάντα το χρέος της γενικής κυβέρνησης και όχι της κεντρικής διοίκησης, που θα φτάσει κοντά στα 400 δισ. ευρώ), η αναλογία ως προς το ΑΕΠ μπορεί να υποχωρήσει ακόμη και κάτω από το 175%, μικραίνοντας ακόμη περισσότερο την «απόσταση» που χωρίζει την Ελλάδα (πρώτη χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ) με τη δεύτερη Ιταλία, η οποία από προχθές βρίσκεται στη δίνη και πολιτικής κρίσης πέραν της ενεργειακής και πληθωριστικής.
Το αν θα επιβεβαιωθεί η εκτίμηση για αναλογία χρέους κάτω από το 180% του ΑΕΠ, θα εξαρτηθεί πρώτον από την πορεία της οικονομίας (η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την πορεία του τουρισμού σε πολύ μεγάλο βαθμό) και δεύτερον από την εξέλιξη των τιμών. Διότι ναι μεν ο πληθωρισμός «φουσκώνει» το ονομαστικό ΑΕΠ, αλλά, από την άλλη, αυξάνεται ο κίνδυνος συρρίκνωσης της κατανάλωσης και κατά συνέπεια περιορισμού της πραγματικής μεταβολής του ΑΕΠ.