Την αύξηση των προστίμων στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν τη νομοθεσία του ανταγωνισμού και ειδικά για όσες συμμετέχουν σε πρακτικές καρτελικής σύμπραξης, ανακοίνωσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Την αύξηση των προστίμων στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν τη νομοθεσία του ανταγωνισμού και ειδικά για όσες συμμετέχουν σε πρακτικές καρτελικής σύμπραξης, ανακοίνωσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο αναθεώρησης των κριτηρίων περί επιβολής των προστίμων, με πρόσφατη ομόφωνη απόφασή της, η Ε.Α. ορίζει ότι στο βασικό ύψος του προστίμου που θα προκύπτει από την παράβαση, μπορεί να προστίθεται επιπλέον ένα ποσό το οποίο μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 15% έως 25%. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Σκοπός της δυνατότητας αυτής, όπως αναφέρει, είναι η ενίσχυση του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, ώστε να μην προβαίνουν οι επιχειρήσεις σε παράνομες πρακτικές ακόμα και για μικρό χρονικό διάστημα.
Για τον υπολογισμό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την ακόλουθη μεθοδολογία:
- Πρώτον, καθορίζει το βασικό ποσό προστίμου για κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα, τη διάρκεια, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης, καθώς και τη διάρκεια και το είδος της συμμετοχής στην παράβαση εκάστου εμπλεκόμενου μέρους.
- Δεύτερον, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, αναπροσαρμόζει (προσαυξάνει ή μειώνει) το βασικό ποσό, ανάλογα με το εάν συντρέχουν αντίστοιχα επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.
Το βασικό ποσό του προστίμου προκύπτει ως εξής:
α) Ορίζεται ποσοστό ύψους μέχρι 30% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης από προϊόντα και υπηρεσίες, στις αγορές με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση, άμεσα ή έμμεσα.
β) Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται επί των ετήσιων εσόδων για κάθε έτος της παράβασης αθροιστικά. Σημειώνεται ότι για τον υπολογισμό των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία της εν λόγω επιχείρησης. Όταν τα στοιχεία που διατέθηκαν από μια επιχείρηση είναι ελλιπή ή αναξιόπιστα, η Επιτροπή θα μπορεί να υπολογίσει τα ακαθάριστα έσοδα της εν λόγω επιχείρησης βάσει των στοιχείων τα οποία θα έχει αποκτήσει ή/και οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας θεωρεί σχετική και κατάλληλη.
Στην απόφασή της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, παραθέτει και τις περιπτώσεις αναπροσαρμογής του βασικού ποσού προστίμου, αναλόγως, αν οι περιστάσεις είναι επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές. Στις επιβαρυντικές περιστάσεις το βασικό ποσό του προστί- μου μπορεί να προσαυξάνεται:
α) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει στο παρελθόν διαπιστωμένη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Στην περίπτωση που πρόκειται για την ίδια ή παρόμοια παράβαση, η προσαύξηση ανέρχεται μέχρι ποσοστού 100% επί του βασικού ποσού του προστίμου.
β) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση αρνήθηκε να συνεργαστεί ή αποπειράθηκε να παρεμποδίσει τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού κατά τη διεξαγωγή της έρευνάς της επί της συγκεκριμένης υπόθεσης.
γ) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση είχε ηγετικό ρόλο στην παράνομη συμπεριφορά ή είχε προτρέψει άλλες επιχειρήσεις να την υιοθετήσουν. Κατά την εκτίμηση του κριτηρίου αυτού, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε τυχόν ενέργειες που έχουν γίνει από την εμπλεκόμενη επιχείρηση, προκειμένου να εξαναγκάσει άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην πραγματοποίηση της παράβασης ή προκειμένου να επιβάλει αντίποινα σε βάρος άλλων επιχειρήσεων, με σκοπό να θέσει σε εφαρμογή τις παράνομες πρακτικές.
Το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειώνεται, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως:
α) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση παρέχει αποδείξεις ότι έχει παύσει την παράβαση μετά την πρώτη παρέμβαση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (π.χ., διενέργεια επιτόπιου ελέγχου).
β) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι από αμέλεια οδηγήθηκε στην παράβαση.
γ) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση παρέχει αποδείξεις ότι η εμπλοκή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη.
δ) Όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή.