Μια ανάσα βρίσκεται πλέον το ευρώ από την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Το κοινό νόμισμα της Ευρώπης βρισκόταν το απόγευμα στην περιοχή του 1,01 ως προς το αμερικανικό νόμισμα, υποχωρώντας κατά 1,14%, καθώς οι ανησυχίες για την ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και ο κίνδυνος ύφεσης επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές της Ευρωζώνης. Αλλωστε ,οι Ηνωμένες Πολιτείες επηρεάζονται πολύ λιγότερο από τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε σχέση με την Ευρώπη.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Μια ανάσα βρίσκεται πλέον το ευρώ από την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Το κοινό νόμισμα της Ευρώπης βρισκόταν το απόγευμα στην περιοχή του 1,01 ως προς το αμερικανικό νόμισμα, υποχωρώντας κατά 1,14%, καθώς οι ανησυχίες για την ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και ο κίνδυνος ύφεσης επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές της Ευρωζώνης. Αλλωστε ,οι Ηνωμένες Πολιτείες επηρεάζονται πολύ λιγότερο από τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε σχέση με την Ευρώπη.
Η πτωτική πορεία του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν ραγδαία, δεδομένου ότι διαπραγματευόταν γύρω στα 1,15 δολάρια τον Φεβρουάριο και στα 1,22 δολάρια πριν ένα χρόνο. «Το δολάριο έχει μεγάλη δυναμική αυτή τη στιγμή και είναι δύσκολη η αντιπαράθεση μαζί του, λόγω της τόσο επιθετικής στάσης της Fed από τη μία πλευρά και της σωρείας θεμάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη», λέει ο Μπραντ Μπέχτελ, αναλυτής συναλλάγματος στην Jefferies LLC.
Άλλα νομίσματα υποχώρησαν μάλιστα σήμερα ακόμη περισσότερο έναντι του δολαρίου, με το δολάριο Αυστραλίας να καταγράφει τη μεγαλύτερη πτώση, ακολουθούμενο από τη Νορβηγική κορώνα και το δολάριο της Νέας Ζηλανδίας.
Ειδικά για το ευρώ, το παζλ γίνεται όλο και πιο περίπλοκο, καθώς «ο πολύ υψηλός πληθωρισμός και η επιβράδυνση της ανάπτυξης πολιορκούν τη ζώνη του ευρώ», εξηγεί ο Σερζ Αζουλίν, διευθυντής της Forex Finance. «Παρατηρούμε παρόμοια θεμελιώδη μεγέθη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η Ευρώπη βρίσκεται σε μια πιο περίπλοκη οικονομική κατάσταση, πράγμα που σημαίνει ότι το δολάριο εμφανίζεται ως καταφύγιο έναντι του ευρώ», προσθέτει.
Η αγωνία επιτείνεται καθώς οι αναλυτές εκφράζουν φόβους για πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης του αγωγού Nord Stream 1. Ένα τέτοιο σενάριο «θα οδηγούσε στον στασιμοπληθωρισμό στην Ευρώπη »,λέει ο Στίβεν Ινς, αναλυτής της SPI AM. «Η συνεχής άνοδος των τιμών της ενέργειας ενισχύει τον πληθωρισμό, ενώ οδηγεί την οικονομία της ευρωζώνης στη στασιμότητα ή ακόμα και στην συρρίκνωση, προσθέτει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 5 Μαρτίου, λίγο μετά τη ρωσική εισβολή, οι τιμές του φυσικού αερίου σημείωσαν άνοδο σε περίπου 185 ευρώ την μεγαβατώρα. Τα συμβόλαιο για παράδοση τον Δεκέμβριο του 2022 αυξήθηκαν σε περίπου 155 ευρώ. Την περασμένη εβδομάδα, όταν η τιμή spot ήταν ελαφρώς χαμηλότερη, τα συμβόλαια Δεκεμβρίου διαπραγματεύτηκαν σχεδόν στα 195 ευρώ.
«Οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου μπορεί να είναι πολύ κάτω από το υψηλό όλων των εποχών που κατέγραψαν τον περασμένο Μάρτιο, αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά αν «σκάψει κανείς λίγο βαθύτερα», φαίνεται ότι σήμερα υπάρχει μια πιο παρατεταμένη αναταραχή από ό,τι περίμεναν οι αγορές αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου», γράφει η Tagesschau. «Ενώ η αγορά φυσικού αερίου τότε τιμολογήθηκε με την προσμονή μιας βραχύβιας κρίσης, που θα διαρκέσει ίσως μερικούς μήνες, τώρα ελλοχεύει ο ακραίος κίνδυνος να παραταθεί ο πόλεμος έως το 2023 και, ολοένα και περισσότερο, μέχρι το 2024. Τις τελευταίες ημέρες, ολόκληρη η καμπύλη τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει ανατιμηθεί σε πολύ υψηλότερο επίπεδο», εξηγεί η γερμανική εφημερίδα.
Η βιομηχανία άλλωστε, γνωρίζει πολύ καλά τις εξελίξεις, καθώς επωμίζεται το κόστος. Τον Μάρτιο, για παράδειγμα, μια Γερμανική εταιρεία θα μπορούσε να κλειδώσει τις τιμές του φυσικού αερίου για όλο το 2023 σε περίπου 80 ευρώ τη μεγαβατώρα. Τώρα, πρέπει να πληρώσει πάνω από 145 ευρώ για να αντισταθμίσει τον ίδιο κίνδυνο.
Αν και τα περιθώρια της ΕΚΤ για την ενίσχυση του ευρώ είναι στενά, καθώς η υποτονική ανάπτυξη αφήνει ελάχιστα περιθώρια στην Φρανκφούρτη να αυξήσει τα επιτόκιά της. «Θα ήταν δύσκολο να κατηγορήσουμε την ΕΚΤ για αυτό, αλλά υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι η Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να είχε δράσει πιο γρήγορα για να ομαλοποιήσει τις πολιτικές της. Φυσικά, είναι δύσκολο να διαφωνεί κανείς με αυτό, εκ των υστέρων», λέει ο Άνταμ Κόουλ, ανώτερος αναλυτής νομισμάτων με έδρα το Λονδίνο στη Royal Bank of Canada.
Αρκετοί αναλυτές δεν αποκλείουν πάντως η «παλίρροια» να αλλάξει, καθώς το δολάριο θεωρείται υπερτιμημένο. Eκτός από την ισχυρή ψυχολογική αξία του ένα προς ένα, σήμερα, είναι διαφορετική η κατάσταση κατά την οποία το ζεύγος ευρώ-δολαρίου πλησιάζει ξανά την απόλυτη ισοτιμία, όπως πριν από 20 χρόνια, λέει ο Ούλριχ Κάτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Deka Bank. «Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες διαμορφώνονται από την οικονομική δραστηριότητα και τη νομισματική πολιτική. Το 2002, όταν εισήχθη το ευρώ, η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Η γερμανική δεκαετία, κατά την οποία η Γερμανία τοποθετήθηκε στην πρώτη γραμμή της οικονομικής ανάκαμψης στην ευρωζώνη, μόλις είχε ξεκινήσει», προσθέτει ο Γερμανός οικονομολόγος. Ο Κάτερ θεωρεί «απογοητευτική» την οικονομική ανάπτυξη και στις δύο οικονομικές περιοχές, στην ευρωζώνη αλλά και στις ΗΠΑ. Η διαφορά είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν πρόβλημα με τον ενεργειακό τους εφοδιασμό.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deka εκτιμά ότι η συναλλαγματική σχέση ευρώ-δολαρίου θα κυμαίνεται γύρω από την απόλυτη ισοτιμία ως στο τέλος του έτους, αλλά το ευρωπαϊκό νόμισμα θα ανακάμψει στο μέλλον στο μέλλον. Ο Κάτερ υποστηρίζει ότι η ισοτιμία ευρώ δολαρίου θα ενισχυθεί στο 1,30.
Η Αντζι Πρέφτσκε, αναλυτής νομισμάτων στην Commerzbank, συμφωνεί τον Κάτερ σε ένα πράγμα: Το αδύναμο ευρώ είναι ελάχιστα χρήσιμο για τη γερμανική οικονομία που είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές. «Όταν υπάρχει ύφεση, δεν κερδίζεται τίποτα. Είναι ωραίο ότι τα γερμανικά προϊόντα είναι φθηνότερα σε τρίτες χώρες αυτή τη στιγμή. Αλλά τι ωφελεί αυτό εάν το ενεργειακό κόστος στην παραγωγή αυξηθεί ,κατά πολύ υψηλότερο ποσοστό;» διερωτάται η Αντζι Πρέφτσκε.